Είχε πάψει από καιρό να θεωρεί τον εαυτό της εμπορεύσιμο είδος…
Ούτε την νεανική επιδερμίδα διέθετε πια, ούτε το σφρίγος της νεότητας, ούτε τα χρήματα εκείνα που θα της έδιναν την δυνατότητα να εξασφαλίσει την ανεπάρκεια των αποθεμάτων της…
Το μόνο που της είχε μείνει, ήταν η θετική ματιά επάνω στη ζωή της…
Είχε αποκτήσει μία νέα θεώρηση των πραγμάτων, σε σημείο να εκλαμβάνει καθετί που της συνέβαινε με θετικό πρόσημο…
Ακόμη και αυτά τα πράγματα που της συνέβαιναν και ο πολύς κόσμος τα έβλεπε αρνητικά, αυτή τους έδινε ένα αρνητικό πρόσημο έτσι ώστε, αλγεβρικά, το αποτέλεσμα στην αφαίρεση να είναι θετικό…
Έτσι, με θετικό απολογισμό, συνέχιζε την πορεία της…
Οι μέρες της ίδιες και απαράλλαχτες…
Όμοιες και εξοντωτικά μακριές…
Ζούσε για να κοιμάται…
Κοιμόταν για να ξεχνάει…
Ήξερε ότι την μνήμη δεν μπορείς να την σβήσεις με τον ύπνο, απλά να την παραμερίσεις…
Και αυτό έκανε…
Τα φάρμακα συνεπικουρούσαν…
‘Τα φάρμακα έχουν ημερομηνία λήξης επίδρασης’ έλεγε πάντα…
Και ήταν πολλές οι φορές που η ημερομηνία επίδρασής τους έληγε προτού φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα…
Και οι μνήμες ερχόντουσαν εντονότερες και βαρύτερες…
Εκείνες τις νύχτες, το θετικό πρόσημο δεν λειτουργούσε…
Τότε, εξόντωνε το μυαλό της και, στη συνέχεια, εξόντωνε και το σώμα της…
Ποτό, τσιγάρο και θύμησες…
Όλα ένα μπουκέτο από αποξηραμένα τριαντάφυλλα, που έχουν χάσει το άρωμά τους, αλλά σε έλκει η όψη τους…
Νεκρή φύση…
Αφύσικη φύση…
Σε πρώτη ζήτηση αναμνήσεων, είχε τους δύο γάμους της και τον γιό της…
Τον πρώτο άντρα της δεν κατάλαβε πως τον χώρισε, τον δεύτερο δεν κατάλαβε γιατί τον παντρεύτηκε…
Πιθανότερες απαντήσεις, ανία στην πρώτη ερώτηση, εκτόνωση στην δεύτερη…
Καθόλου κολακευτικές εκδοχές και οι δύο, αλλά την βόλευαν στο να πίνει όλο και περισσότερο…
Τον γιό της τον θεωρούσε το μόνο δώρο που της χαρίστηκε ποτέ…
Και το μόνο δώρο που άφησε τον εαυτό της να χάσει…
‘Έπρεπε να βρει και αυτός τον δρόμο του. Δεν γινόταν να τον έχεις πάντα στο βρακί σου’ της έλεγε συνέχεια το υποσυνείδητό της, σαν χορός σε αρχαία τραγωδία…
Όμως αυτή, τον ήθελε εκεί…
Στο βρακί της…
Στη ζωή της…
Δικός της δεν ήταν εξάλλου;;;
Αίμα από το αίμα της δεν ήταν;;;
Ένα αίμα που χυνόταν αλλού πια…
Σε άλλες γειτονιές, σε άλλα κορμιά…
Θυμόταν και πονούσε…
Ένοιωθε εγκλωβισμένη σαν την θάλασσα…
Περιορισμένη και αδύναμη…
Θυμόταν τα λόγια του Θανάση Βαλτινού από το
‘Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο’: ‘Σαν την θάλασσα που την έχουν κάνει και σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί. Χτυπιέται και ύστερα αποκάνει και εμείς νομίζουμε ότι αυτό είναι γαλήνη, ενώ είναι η πιο βαθιά απελπισία. Γιατί μόνο μέσα στο σχήμα που της δίνουν οι κοίτες της μπορεί να υπάρχει, πράγμα που είναι επίσης σκλαβιά.’…
Κι’ αυτή χτυπιόταν…
Αλλά, έμενε πάντα σκλάβα…
Σαν την θάλασσα…
(Ο τίτλος & η έμπνευση του παρόντος κειμένου είναι δανεισμένος από τον ομότιτλο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού)(‘Full Moon Sea’ by Stephen Rutherford)