Μετοίκιση...

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007

Ο χώρος άδειασε από τα έπιπλά του...
Καθαρίστηκε και παραδώθηκε...
Τώρα, βρίσκομαι στο νέο σπίτι...
Ελπίζω, να με αγαπήσει και να το αγαπήσω όπως αυτό...
Σας περιμένω εκεί... 

Α ρε Γ. Τράγκα τι μας κάνεις…

Κυριακή, Ιανουαρίου 07, 2007

‘Τα είχαμε χύμα, ήρθαν και τσουβαλάτα’…
‘Σ’ όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε’…
‘Αν δεν σ’ αρέσει, μπορείς να φορέσεις το φουστάνι σου και να φύγεις’…
‘Ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα’…

Δημώδη & διαχρονικά…

Κι’ αν δεν καταλάβατε, παρακαλώ διαβάστε: εδώ

Θα συμφωνήσω με τον Μαύρο Γάτο & τον Pascal

Παιχνίδια σκέψεων...

Πέμπτη, Ιανουαρίου 04, 2007


Όλα μαρτυρούν εσένα ‘εν τη απουσία σου’…

‘Σ’ όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή’

Ρούχα κρεμασμένα στην ντουλάπα, παπούτσια αφημένα κάτω από το κρεβάτι, βιβλία ξεχασμένα στο κομοδίνο…
Όπου κι’ αν γυρίσω, εσύ…
Ολόγυρα εσύ…

‘Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή’

Δεν κουράστηκες να είσαι παντού;;;
Δεν βαρέθηκες να σε θωρώ χωρίς να είσαι μπροστά μου;;;
Δεν ταλαιπώρησες αρκετά την νόησή μου;;;

‘Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου’

Πόσο ακόμη θα στέκεσαι αμίλητη και απούσα;;;
Πόσο ακόμη θα τυραννάς τη ζωή μου με το ‘ωσεί παρόν’;;;
Ευτυχώς, το άρωμά σου έχει αρχίσει να φθίνει…
Τουλάχιστον, αναπνέω χωρίς την ανάγκη σου…
Αναπνέω;;;

‘Σ’ αναζητάω
Σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
Σ’ ένα σπίτι που ‘πιασε φωτιά’


(οι σκέψεις μου ‘διανθίστηκαν’ από στίχους του μεγάλου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη)

(‘Watery Hollow I’ by Laurie Maitland)

Έβλεπε τα τρένα να περνούν...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 03, 2007


Έβλεπε τα τρένα να περνάν…
Προκαθορισμένα δρομολόγια, προκαθορισμένων προορισμών…
Στην ώρα τους…
Αδιαμαρτύρητα να ταξιδεύουν…
Φορτωμένα με ψυχές και σώματα ανθρώπων απλών και συνηθισμένων…
Ένοιωθε τις λαμαρίνες τους κομμάτι του εαυτού του…
Όμοιος με εκείνα, κουβάλαγε κι’ αυτός ανθρώπους μέσα του…
Την ψυχή τους και τις αναμνήσεις τους…
Σαν διαβατάρης περιπατητής έναστρων σκοτεινών δρόμων…
Είχε μετατρέψει τη ζωή του σε καθημερινή εξάσκηση σε πρακτικές επιβίωσης από ‘δαιμόνιες αναμνήσεις’ και ‘αλλόκοτα ονειρέματα’…

Πρωί, 7.00 π.μ…
Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του…
Η ώρα του πρώτου καφέ…
Κι’ αυτή ενταγμένη στην εξάσκηση της ημέρας…
Σημείο αναφοράς…
Είχε ήδη ντυθεί για να πάει στο γραφείο του…
Όσο κι’ αν είχε προσπαθήσει, δεν μπορούσε να κρύψει τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του…
Τα ‘παράσημα νυκτός’ όπως περιπαικτικά τους έλεγε…
Δύσκολη νύχτα, σκούρα και σκοτεινή…
Είχε περάσει κι’ αυτή όμως…
Είχε ξημερώσει…
Ξαναέβλεπε τα τρένα να περνούν…

Είχε καταφέρει να δημιουργήσει ‘σημεία αναφοράς’…
Ο πρωινός καφές, ο καφές των έντεκα και μισή, ο καφές των τρεις, ο απογευματινός καφές…
Οριοθετούσε σε ζώνες την μέρα του, για να μπορεί να την αντέχει…
Ζούσε ανάμεσα στα διαστήματα των καφέδων…
Σαν ναρκομανής ανάμεσα στις δόσεις του…
Η ποσότητα καφεΐνης ανά καφέ, ποίκιλε ανάλογα τη χρονική στιγμή κατανάλωσής του…
Με δυνατότερη δόση το πρωί, έφθινε ομαλά σε πιο ελαφριά δόση το απόγευμα…
Κοίταζε τα τρένα να περνάν…

Πονούσε όταν άκουγε τον στριγκό ήχο της επαφής των μετάλλων στην κίνηση των συρμών…
Ένοιωθε το κορμί του ράγα και τις αναμνήσεις του βαγόνι…
Να του χαρακώνει το κορμί για να βρίσκουν δρόμο για ταξίδι…
Κι’ όμως, χαιρόταν που έβλεπε τα τρένα να περνούν…

Σήμερα, δεν πήγε στο γραφείο…
Άφησε ένα πραγματικό τρένο να χαράξει το κορμί του και να ταξιδέψει μακριά του…

Επίρρημα μη τετελεσμένο...

Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2007


Πήρε το cd από το σωρό που είχε δίπλα στο στερεοφωνικό…
Το άνοιξε και το τοποθέτησε στη σχισμή…
Ήχος μηχανικός…
Ξεκίνημα αργόσυρτο…
‘Σαν δυο τρένα που ανταμώσαν ένα βράδυ’…
Η βραχνή φωνή του Στράτου…
‘Α, ρε Στράτο. Έφυγες και ‘συ νωρίς’ ψέλλισε και πήρε το μπουκάλι της βότκας…
Παγάκια, λεμόνι στιφτό, βότκα…
Γουλιά…
Κάψιμο…
Επωδός…
‘Όλοι οι καλοί φεύγουν νωρίς. Α, ρε κόσμε άδικε. Α, ρε κόσμε εγωιστή’…
Άνοιξε το παράθυρο…
Η νύχτα έξω φεγγοβολούσε…
Αεράκι κρύο εισχώρησε στου μυαλού του τον δαίδαλο…
Δεν πτοήθηκε…
Κι’ άλλη γουλιά…
Τσιγάρο…
Ρουφηξιά…
Εισπνοή και εκπνοή εκπαιδευμένη…
‘Μόνος στο πουθενά κι’ απόψε άγγελέ μου’…
Εισπνοή και εκπνοή…
Γουλιά…
Γύρισε στην φωτογραφία της…
Του γελούσε…
Της γέλασε…
Θυμήθηκε…
Κική Δημουλά…
‘Ανοίγω τα παράθυρα της φωτογραφίας ν’ αεριστεί. Έμεινε καιρό κλεισμένη, όπως πολλά εξοχικά παρελθόντα’…
Έσκυψε και προσκύνησε την φωτογραφία…
Έστρεψε βλέμμα και νου στον ουρανό…
Είδε ένα αστέρι να πέφτει…
Δεν έκανε ευχή…
Είχε πάψει από καιρό να εύχεται κάτι…
Δεν του έβγαινε…
Χαλιόταν…
Το σταμάτησε…
Φύσηξε αεράκι…
Πάλι…
Σκέφτηκε να κλείσει το παράθυρο…
Φοβήθηκε μην του κρυώσει, έτσι ελαφρά που ήταν ντυμένη στην φωτογραφία…
Την κοίταξε και του έγνεψε ότι δεν κρύωνε…
‘Βρέχει φωτιά στην στράτα μου’…
Σήκωσε τα χέρια στον ουρανό…
Σαν προσευχή…
Σαν παράκληση…
Τα τέντωσε…
Σταυρώθηκε νοερά και χόρεψε…
Εκστατικά…
Χόρευε για ‘κείνη, σαν να ήταν πανταχού παρούσα με την απουσία της…
Θυμήθηκε…
Γιάννη Ευσταθιάδη…
‘Σ’ αγαπώ σαν επίρρημα που ποτέ δεν είναι τετελεσμένο… Υπάρχεις πανταχού απών, σε όλα τα φθινόπωρα που ξαναρχίζουν ίδια’…
Φύσηξε αεράκι…
Έκλεισε το παράθυρο…
Έκατσε απέναντί της και τελείωσε την βότκα του…
Το πρωί τον βρήκε στην ίδια θέση…

(‘Starry Night’ by Jeremy Wolff)

Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 01, 2007


Είχε πάψει από καιρό να θεωρεί τον εαυτό της εμπορεύσιμο είδος…
Ούτε την νεανική επιδερμίδα διέθετε πια, ούτε το σφρίγος της νεότητας, ούτε τα χρήματα εκείνα που θα της έδιναν την δυνατότητα να εξασφαλίσει την ανεπάρκεια των αποθεμάτων της…
Το μόνο που της είχε μείνει, ήταν η θετική ματιά επάνω στη ζωή της…
Είχε αποκτήσει μία νέα θεώρηση των πραγμάτων, σε σημείο να εκλαμβάνει καθετί που της συνέβαινε με θετικό πρόσημο…
Ακόμη και αυτά τα πράγματα που της συνέβαιναν και ο πολύς κόσμος τα έβλεπε αρνητικά, αυτή τους έδινε ένα αρνητικό πρόσημο έτσι ώστε, αλγεβρικά, το αποτέλεσμα στην αφαίρεση να είναι θετικό…
Έτσι, με θετικό απολογισμό, συνέχιζε την πορεία της…
Οι μέρες της ίδιες και απαράλλαχτες…
Όμοιες και εξοντωτικά μακριές…
Ζούσε για να κοιμάται…
Κοιμόταν για να ξεχνάει…
Ήξερε ότι την μνήμη δεν μπορείς να την σβήσεις με τον ύπνο, απλά να την παραμερίσεις…
Και αυτό έκανε…
Τα φάρμακα συνεπικουρούσαν…
‘Τα φάρμακα έχουν ημερομηνία λήξης επίδρασης’ έλεγε πάντα…
Και ήταν πολλές οι φορές που η ημερομηνία επίδρασής τους έληγε προτού φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα…
Και οι μνήμες ερχόντουσαν εντονότερες και βαρύτερες…
Εκείνες τις νύχτες, το θετικό πρόσημο δεν λειτουργούσε…
Τότε, εξόντωνε το μυαλό της και, στη συνέχεια, εξόντωνε και το σώμα της…
Ποτό, τσιγάρο και θύμησες…
Όλα ένα μπουκέτο από αποξηραμένα τριαντάφυλλα, που έχουν χάσει το άρωμά τους, αλλά σε έλκει η όψη τους…
Νεκρή φύση…
Αφύσικη φύση…
Σε πρώτη ζήτηση αναμνήσεων, είχε τους δύο γάμους της και τον γιό της…
Τον πρώτο άντρα της δεν κατάλαβε πως τον χώρισε, τον δεύτερο δεν κατάλαβε γιατί τον παντρεύτηκε…
Πιθανότερες απαντήσεις, ανία στην πρώτη ερώτηση, εκτόνωση στην δεύτερη…
Καθόλου κολακευτικές εκδοχές και οι δύο, αλλά την βόλευαν στο να πίνει όλο και περισσότερο…
Τον γιό της τον θεωρούσε το μόνο δώρο που της χαρίστηκε ποτέ…
Και το μόνο δώρο που άφησε τον εαυτό της να χάσει…
‘Έπρεπε να βρει και αυτός τον δρόμο του. Δεν γινόταν να τον έχεις πάντα στο βρακί σου’ της έλεγε συνέχεια το υποσυνείδητό της, σαν χορός σε αρχαία τραγωδία…
Όμως αυτή, τον ήθελε εκεί…
Στο βρακί της…
Στη ζωή της…
Δικός της δεν ήταν εξάλλου;;;
Αίμα από το αίμα της δεν ήταν;;;
Ένα αίμα που χυνόταν αλλού πια…
Σε άλλες γειτονιές, σε άλλα κορμιά…
Θυμόταν και πονούσε…
Ένοιωθε εγκλωβισμένη σαν την θάλασσα…
Περιορισμένη και αδύναμη…
Θυμόταν τα λόγια του Θανάση Βαλτινού από το ‘Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο’: ‘Σαν την θάλασσα που την έχουν κάνει και σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί. Χτυπιέται και ύστερα αποκάνει και εμείς νομίζουμε ότι αυτό είναι γαλήνη, ενώ είναι η πιο βαθιά απελπισία. Γιατί μόνο μέσα στο σχήμα που της δίνουν οι κοίτες της μπορεί να υπάρχει, πράγμα που είναι επίσης σκλαβιά.’…
Κι’ αυτή χτυπιόταν…
Αλλά, έμενε πάντα σκλάβα…
Σαν την θάλασσα…

(Ο τίτλος & η έμπνευση του παρόντος κειμένου είναι δανεισμένος από τον ομότιτλο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού)

(‘Full Moon Sea’ by Stephen Rutherford)