Καλή Χρονιά & Χρόνια Καλά...

Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2006


Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά…

Το καλαμάρι έγραφε
τη μοίρα μου την έγραφε…

Θα ακουστεί και πάλι αύριο…
Αύριο, σαν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς…
Τότε, τώρα και πάντα…

Οι ευχές είναι βασικό συστατικό των εορτών…
Και ιδιαίτερα, όσες από αυτές είναι από καρδιάς…

Εύχομαι το 2007 να είναι ένα έτος που θα σηματοδοτήσει την απαρχή προσωπικών ευκαιριών για τον καθένα μας…
Μεγάλων ή μικρών δεν έχει σημασία, μα πάνω απ’ όλα ευκαιριών…
Να μας δώσει τη δυνατότητα να ζήσουμε τις προσωπικές μας οπτασίες…
Να ζήσουμε τους προσωπικούς μας μύθους…
Να ζήσουμε…
Λίγες ώρες μας χωρίζουν από την αλλαγή του χρόνου…
Εύχομαι όλα να σας πάνε καλά…
Όλα και όλοι…

Χρόνια μας Καλά…
Γεμάτα Υγεία και Ευτυχία…
Γεμάτα Έρωτα και Πάθος…
Γεμάτα από Εσάς, Εμάς και όσους Αγαπάτε και Αγαπάμε…

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ & ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ…

Γιώργος Μ.

Μήνυμα στο κινητό...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006


Το μήνυμα στο κινητό έγραφε:

Ποτέ μην προσπαθήσεις να αλλάξεις τον κόσμο.
Όσοι προσπάθησαν, έγιναν αγάλματα για κατάθεση στεφάνων…

Ποτέ μην προσπαθήσεις να αλλάξεις τον άλλο…
Όσοι προσπάθησαν, έμειναν μόνοι να κλαίνε πάνω από γκρεμίσματα…

Ποτέ μην προσπαθήσεις να αλλάξεις εσένα…
Όσοι προσπάθησαν, έχασαν ότι ήταν πραγματικά δικό τους: τους ίδιους…


Το διάβασε, γέλασε και το έσβησε…
Μπορεί να έπεφτε σε λάθος χέρια και να αφύπνιζε συνειδήσεις…

(‘Don Quixote’ by Pablo Picasso)

Φοβίες...

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2006


Εκείνος:
Σ’ αγαπώ ως τον ουρανό…

Εκείνη:
Χαμήλωσαν τ’ αστέρια ή πετάξαμε πολύ ψηλά;;;

Εκείνος:
Έχει σημασία;;;

Εκείνη:
Φοβάμαι ότι έχω κλειστοφοβία και φοβία στα ύψη…






(‘Up & Down’ by Maurits Cornelis Escher)

'Κι ο κόσμος για να πεθάνεις'...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 26, 2006


00.00 πμ.
Το μυαλό του γύρναγε σε παλιές στιγμές μαζί της…
Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και η οροφή του δωματίου έμοιαζε με θέατρο σκιών που έπαιζε το έργο της ζωής του μαζί της…
Ένα έργο με δύο πρωταγωνιστές και κανένα θεατή…
Πρωταγωνιστούσαν ο ένας για τον άλλο…
Για κανέναν άλλο…
Το τσιγάρο έκαιγε στα χείλη του…
Με τον καπνό που εξέπνεε, δημιουργούσε σχήματα για να εμπλουτίσει το σκηνικό…
Σαν σήματα καπνού σε ένα φανταστικό προορισμό…
Σήματα καπνού για προειδοποίηση ενός επερχόμενου κινδύνου, μιας επερχόμενης καταστροφής…

01.00 πμ.
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα…
Σε εκείνο το δωμάτιο του χλιδάτου ξενοδοχείου…
Ήθελε να την εντυπωσιάσει με τους τρόπους και την ‘γνώση’ ζωής που είχε…
Τα είχε καταφέρει…
Και ένοιωθε πολύ υπερήφανος…
Τα μπουρνούζια και τα είδη προσωπικής περιποίησης που υπήρχαν μέσα στο μπάνιο του δωματίου, λειτούργησαν άψογα…
Του είχε δοθεί χωρίς αναστολές…
Της είχε δοθεί με επιφυλάξεις…

02.00 πμ.
Η βροχή συνέχιζε να μουρμουράει στο τζάμι της κρεβατοκάμαρας…
Το ‘έργο’ αποκτούσε ηχητική υπόκρουση…
Ντυνόταν με μουσική μονότονη και συνεχόμενη…
Σε ρυθμούς μείζονες και ελάσσονες…
Με ηχοχρώματα άχρωμα, διάφανα…

03.00 πμ.
‘Πήγε τρεις’ σκέφτηκε…
Τι να κάνει τώρα;;;
Που να είναι;;;
Με ποιον να είναι;;;
Έγειρε στο πλάι…
Δεν ήθελε το δάκρυ να του κάψει σε μεγάλη έκταση το πρόσωπο…

04.00 πμ.
Διάβαζε πολύ…
Του είχε προκαλέσει μεγάλη έκπληξη αυτό το γεγονός…
Δεν είχε την όψη γυναίκας που εντρυφούσε στο διάβασμα…
Της άρεσε η ποίηση…
Του απήγγειλε εκτεταμένα αποσπάσματα από Έλληνες ποιητής…
Μεγάλες της αγάπες ο Ελύτης και ο Λειβαδίτης…
Είχε κάνει κτήμα της και έννοια ζωής τους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη:
‘Ένα σπίτι για να γεννηθείς
Ένα δέντρο για να ανασάνεις
Ένας στίχος για να κρυφτείς
Κι ο κόσμος για να πεθάνεις’

Δεν ήθελε πολλά στη ζωή της…
Συνειδητοποίησε ότι δεν της είχε δώσει ούτε αυτά τα λίγα…

05.00 πμ.
Του είχε διηγηθεί κάποτε, την σκηνή της συζήτησης ανάμεσα στην Ανέττα και στην Τζούλια από το ‘Μαγεμένη ψυχή’ του Romain Rolland…
Η διαπίστωση – θέση του Rolland ότι ‘οποιαδήποτε γυναίκα, ό,τι κι’ αν έχει περάσει, όταν συμβεί να ερωτευτεί αληθινά, ξαναγίνεται παρθένα’, τον είχε στιγματίσει…
Η γυναίκα που είχε στα χέρια του, το είχε κάνει πράξη…
Του το είπε έμμεσα…
‘Κι ο κόσμος για να πεθάνεις’…

06.00 πμ.
Το φως της ημέρας τον λύτρωσε με την λάμψη του…
Η οροφή του δωματίου έπαψε να φωτίζει ετερόφωτα την σκοτεινιά της ψυχής του με τη δική της έλλειψη φωτός…
Κοιμήθηκε εξαντλημένος…

(‘L’ Homme au Chapeau Melon’ by Rene Magritte)

Τα κάλαντα...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 24, 2006


Παραμονή Χριστουγέννων…
Ξύπνησε με την αίσθηση του κορμιού της δίπλα του…
Της χάιδεψε την πλάτη…
Ήξερε ότι αυτή η κίνηση της άρεσε πολύ…
Την άκουσε να γουργουρίζει, σαν μικρή γατούλα που της τρίβεις την ράχη…
Πλησίασε το αυτί της…
Άρχισε να της τραγουδάει:

Καλήν εσπέρα άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία Γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας.


Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της…
Ξύπνησε…
Συνέχισαν τα κάλαντα παρέα…

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο Βασιλεύς των Ουρανών και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το Δόξα εν Υψίστοις
και τούτο άξιον εστί, η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα.
Άστρο λαμπρό τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.

Γύρισε και τον φίλησε…
‘Χρόνια μας πολλά αγάπη μου’…
‘Χρόνια μας πολλά ζωή μου’…
‘Εύχομαι και του χρόνου να μας βρει αυτή η μέρα μαζί’…
‘Ναι αγάπη μου. Μαζί’…

Χρόνια Πολλά σε όλους σας…
Να είσαστε πάντα καλά…
Κάθε επιθυμία σας, ευχή μου…
Και του χρόνου γεροί…


(‘Τα κάλαντα’ του Νικηφόρου Λύτρα)

Αγαπάς;;;

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006


- Αγαπάς;;;
- Αγαπάω…
- Και γιατί αγαπάς;;;
- Γιατί με κάνει καλύτερο άνθρωπο..
- Καλύτερο ή ευκολότερο…
- Ευκολότερο;;;
- Ναι. Ευκολότερο…
- Τι εννοείς;;;
- Εννοώ ότι η αγάπη σε μαλακώνει, κάνεις υποχωρήσεις που δεν θα έκανες αν δεν αγαπούσες, είσαι πιο γλυκός, πιο ευαίσθητος. Οπότε, είσαι ευκολότερος στο να δέχεσαι πράγματα και καταστάσεις…
- Και αυτό δεν σημαίνει ‘καλύτερος άνθρωπος’;;;
- Έχοντας αλλάξει εσένα;;;
- Γιατί λες ότι άλλαξα εμένα; Αφού ο ίδιος είμαι. Δεν άλλαξα. Θέλω και τα κάνω. Δεν μου τα επιβάλλει κανένας…
- Δεν είπα το αντίθετο…
- Τότε τι λες;;;
- Ότι γίνεσαι ευκολότερος. Δεν γίνεσαι καλύτερος. Αλλάζεις…
- Αλλάζω, αλλά προς το καλύτερο…
- Αλλάζεις έτσι ώστε να γίνεσαι πιο αρεστός. Αλλάζεις έτσι ώστε να αντέχεις το έτερον ήμισυ. Αλλάζεις έτσι ώστε να σε αντέχει το έτερον ήμισυ…
- Μα, αυτό είναι το καλύτερο. Μαθαίνω να ζω με κάποιον άλλο. Μαθαίνω να συμβιώνω και να βιώνω. Μαθαίνω να μην είμαι ‘εγώ’ και να είμαστε ‘εμείς’…
- Σωστά τα περί ‘εγώ’ και ‘εμείς’, αρκεί να ξεκινάς από το ‘εγώ’ και να δημιουργείς το ‘εμείς’. Γιατί τότε, δεν γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Χάνεσαι από οντότητα και αφομοιώνεσαι στα γούστα και στις ορέξεις του άλλου. Γίνεσαι ‘ένα’ με τον άλλο και μετά για να βρεις το ‘εγώ’ πρέπει να γκρεμίσεις τα πάντα μέσα σου και να ξαναφτιαχτείς. Και ξέρεις ποιο είναι το ωραίο;;;
- Ποιο;;;
- Όταν θελήσεις να ξαναγίνεις ‘εσύ’, κανένας δεν πιστεύει ότι ήσουν μόνο ‘εμείς’…

(‘Blue Horizon’ by Peter Wileman)

Το κορίτσι της διπλανής πόρτας...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006


Την ξύπνησε ο ήχος που έβγαζε όταν έφτανε στην κορύφωση της ηδονής του. Στην αρχή φοβήθηκε, αλλά μετά ηρέμησε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την ξυπνούσε ο Μάκης. Το αγόρι της διπλανής πόρτας.

Πάντα εκδήλωνε την ηδονή του με ένα βογκητό, με ένα μουγκρητό. Ένα μουγκρητό, σαν να άκουγες ένα άγριο ζώο που του μπήγεις ένα καρφί στο πόδι. Τον φανταζόταν επάνω στην εκάστοτε ερωμένη του, σε στάση εξουσιαστή, να επιδεικνύει τις αρετές του και να αποδεικνύει την σεξουαλική υπεροχή του. Μία υπεροχή που τον ακολουθούσε σαν αύρα στο κατόπι του. Μπορούσε να κολάσει την οποιαδήποτε γυναίκα. Ίσως και τον οποιοδήποτε άντρα, αλλά δεν τον είχε δει ποτέ να ασχολείται με ομόφυλους του.

Ψηλός, μαυρομάλλης, με πράσινα μάτια, μεγάλα χέρια και καλοσχηματισμένο κορμί. Άδωνης και βάλε δηλαδή. Όποτε συναντιόντουσαν στην είσοδο ή στον διάδρομο, έχανε τα λόγια της. Όσο κι’ αν προσπαθούσε να επιβληθεί στον εαυτό της και να μην ξαναπέσει στο ίδιο λάθος, δεν το κατάφερνε. Τι ασκήσεις μπροστά στον καθρέπτη έκανε, τι μαθήματα αναπνοής και οξυγόνωσης του εγκεφάλου της έκανε, τίποτα δεν απέδιδε. Όποτε βρισκόντουσαν, έχανε τα λόγια της και το μόνο που σκεφτόταν ήταν τα βογγητά του. Είχαν συνδεθεί τόσο πολύ με τις δικές της λευκές νύχτες, που τις δημιούργησαν κόμπλεξ.

Και η σημερινή νύχτα, ήταν μία από αυτές τις λευκές νύχτες. Αυτή μόνη στο διπλό της κρεβάτι και ο Μάκης στο διπλανό διαμέρισμα, να οργώνει ένα ακόμη γυναικείο κορμί. Πόσο θα ήθελε να ήταν το δικό της κορμί. Πόσο θα ήθελε να είχε το Μάκη από πάνω της. Να της κάνει έρωτα και να παθιάζεται. Να φτάνει στην κορύφωση και να βγάζει το πληγωμένο και επικίνδυνο αγρίμι από μέσα του. Και εκείνη να είναι εκεί και να τον βλέπει. Να βλέπει την έκφρασή του και να ακούει την κραυγή του εξ’ επαφής.

Σηκώθηκε να πάει να πιεί νερό. Ξαναγύρισε στο κρεβάτι και ξάπλωσε. Πάλι μόνη. Αφουγκράστηκε τους ήχους από το διπλανό διαμέρισμα. Υπήρχε μία έντονη κινητικότητα. Πρέπει να είχαν τελειώσει και η κοπέλα να ετοιμαζόταν να φύγει. Άκουσε βήματα να κατευθύνονται προς την εξώπορτα του διαμερίσματος του Μάκη. Η πόρτα άνοιξε, για λίγο σιωπή και ένα καληνύχτα. Η πόρτα έκλεισε. Άκουσε ήχο νερού να τρέχει. Υπέθεσε ότι ο Μάκης ξέπλενε το άρωμα του νωπά οργωμένου κορμιού της κοπέλας από το κορμί του. Σκέφτηκε ότι ο Μάκης δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί με τα ίχνη της ερωτικής του απόλαυσης διάσπαρτα στο κορμί του. Αρκετά, προφανώς, θα μύριζαν τα σεντόνια του έρωτα. Δεν θα ήθελε να μυρίζει κι’ αυτός.

Ο Μάκης, άνοιξε το νερό στο ντους και μπήκε από κάτω. Του άρεσε η αίσθηση του νερού στο σώμα του, μετά την ερωτική πράξη. Πίστευε ότι ήταν το φυσικό επακόλουθο της ολοκλήρωσής της. Γι’ αυτόν, η πράξη ξεκινούσε από το μυαλό, πέρναγε στο σώμα και εξαγνιζόταν στο ντους. Συνειρμικά, του ήρθε στο μυαλό η γειτόνισσά του, η Ρούλα. Το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Τι θα έχει τραβήξει κι’ αυτή η καημένη με την πάρτη του. Από την μία να νοιώθει άβολα όποτε συναντιούνται και από την άλλη να την ξυπνάει κάθε φορά με τα βογγητά ολοκλήρωσης που ακολουθούσαν την ερωτική του προσπάθεια. Καταλάβαινε ότι την ξύπναγε, από τους ήχους που ακουγόντουσαν από το διαμέρισμά της. Χωρίς να το καταλάβει, ένοιωσε το μόριό του να ερεθίζεται. Έκλεισε το νερό, βγήκε, σκουπίστηκε και γυμνός κατευθύνθηκε στο κρεβάτι του. Έκλεισε το φως και ξάπλωσε.

Το κρεβάτι δεν την χώραγε. Προσπαθούσε, μάταια, να αναγκάσει τον εαυτό της να κοιμηθεί. Προσπαθούσε, μάταια, να τον ηρεμήσει. Αλλά, η έξαψη που ένοιωθε, δεν μπορούσε να ξεπεραστεί εύκολα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, γδύθηκε και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Άνοιξε το ντους και μπήκε από κάτω. Το ζεστό νερό λειτούργησε αντίστροφα απ’ ότι περίμενε. Την ερέθισε περισσότερο από το να την καλμάρει. Έκλεισε το νερό, βγήκε από την μπανιέρα, σκουπίστηκε και γυμνή ξάπλωσε στο κρεβάτι της.

Άκουσε το νερό να τρέχει στο μπάνιο της Ρούλας. Γέλασε. ‘Κι’ άλλος που δεν μπορεί να κοιμηθεί’ σκέφτηκε. Την φαντάστηκε γυμνή, με το νερό να τρέχει επάνω στο άσπρο της δέρμα. Δεν μπορούσες να την χαρακτηρίσεις όμορφη, μάλλον συμπαθητική με χαρακτηριστικό τύπο και υπέροχα μάτια. Και το σώμα της βέβαια, καλό, με λίγα πιασίματα. Όπως ακριβώς του άρεσε. Ένοιωσε το μόριό του να διεγείρεται πάλι. Έριξε μία μπλούζα επάνω του και αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα. Πήρε κλειδιά, βγήκε από την πόρτα του διαμερίσματος και χτύπησε την πόρτα της Ρούλας.

Δεν είχε πέσει ούτε ένα λεπτό στο κρεβάτι, όταν άκουσε τον Μάκη να σηκώνεται από το κρεβάτι του, να περπατάει στο διάδρομο, να ανοίγει την πόρτα του, να την κλείνει και να χτυπάει την δική της. Η καρδιά της χτύπησε σαν τρελή. Προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά λες και δυο χέρια την κρατούσαν αιχμάλωτη και ακίνητη. Φαντασιώθηκε σκηνές παθιασμένων ερωτικών πράξεων. Μεταξύ εκείνης και του Μάκη. Κατάφερε να σηκωθεί. Γυμνή, κατευθύνθηκε στην πόρτα. Ξεκλείδωσε και άνοιξε. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει ποιος ήταν. Ήξερε ότι ήταν αυτός. Τον είχε ακούσει. Τον περίμενε πάντα. Τον είδε μπροστά της. Τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε μέσα στο δωμάτιο.

Δεν είπαν κουβέντα. Ούτε μιλιά. Τίποτε. Του έβγαλε την μπλούζα. Έπεσαν στο κρεβάτι. Τα σεντόνια της ήταν καθαρά. Το άρωμα του έρωτα δεν τα είχε ποτίσει ακόμη. Το κορμί της ήταν πρόσφορο έδαφος για τις ορμές του Μάκη. Τον άκουσε μόνο να μουγκρίζει την ώρα που τελείωνε. Τον είδε να σφίγγει τα μάτια του και να συσπάται το πρόσωπό του. Το όνειρό της πραγματοποιήθηκε.

Κοιμήθηκαν αγκαλιά. Το πρωί, σηκώθηκαν, φιλήθηκαν και χωρίς να πουν καλημέρα, χώρισαν…

(‘The Embrace’ by Gustav Klimt)

Ταραχή...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006


Δούλευε στον υπολογιστή…
Απορροφημένη και αποκομμένη από το περιβάλλον…
Ο καφές που είχε φτιάξει, παρέμενε ατελείωτος και παγωμένος δίπλα της…
Επεξεργαζόταν το τελευταίο κείμενό της…
Έπρεπε να το παραδώσει την επόμενη μέρα και ο χρόνος την πίεζε…
Ένοιωθε άβολα…
Το κείμενο που είχε γράψει δεν την ικανοποιούσε…
Πίστευε ότι διάβαζε ένα κείμενο ξένο προς την ίδια, άνευρο και χωρίς έμπνευση…
Και αυτό έκανε περισσότερο δύσκολη την πραγμάτωση του έργου που είχε μπροστά της…
Από τότε που ξεκίνησε να γράφει κατά παραγγελία, είχε χάσει κάθε ίχνος δημιουργικής έμπνευσης…
Νόμιζε ότι χρησιμοποιούσε τις ίδιες φόρμες και τους ίδιους τρόπους ανάπτυξης και περάτωσης της πλοκής του πονήματος…
Χωρίς ίχνος φρεσκάδας και νέων ιδεών…
Ένοιωθε ότι περπατούσε πάνω σε έλος και ότι από ώρα σε ώρα θα έπεφτε μέσα και δεν θα μπορούσε να σωθεί…
Το παράξενο ήταν, ότι όλοι οι υπόλοιποι έβλεπαν ένα κείμενο πολύ καλό, καλά δομημένο και σωστά διαμορφωμένο, που σε κρατούσε σε εγρήγορση και κυλούσε γρήγορα στο διάβασμά του…
Στις αντιρρήσεις της ότι ένοιωθε να επαναλαμβάνεται, η απάντηση που λάμβανε ήταν ότι έτσι είναι το προσωπικό της στυλ οπότε και έπρεπε να αποδεχτεί το γεγονός ότι είχε δημιουργήσει ένα προσωπικό στυλ…
Φαύλος κύκλος δηλαδή…

Χτύπησε το τηλέφωνο…
Δεν το σήκωσε…
Ξαναχτύπησε, ξανά και ξανά…
Δεν άντεξε άλλο…
Το σήκωσε…

Η φωνή γνώριμη που ξυπνούσε παλιές αναμνήσεις…
Ταράχθηκε…
Δεν ήθελε να ακούσει αυτή τη φωνή, όχι τώρα…
Μα καλά, γιατί τώρα, γιατί σήμερα;;;
Οι ερωτήσεις απανωτές, παράλληλες με τη συνομιλία στο τηλέφωνο…
Ανέβασε παλμούς στην καρδιά της…
Τι έπαθε και έγινε έτσι;;;
Πρέπει να ηρεμήσει…
Έπρεπε να ηρεμήσει…

Το τηλεφώνημα ολοκληρώθηκε…
Μία καληνύχτα και μία ευχή για καλή επιτυχία το όριό του…
Τοποθέτησε το ακουστικό πίσω στη συσκευή…
Η καρδιά της χόρευε σε ρυθμούς έντονους…
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην κουζίνα…
Ήθελε να πιεί νερό…
Παγωμένο, για να μειώσει τους παλμούς της…
Άνοιξε το ψυγείο, πήρε το μπουκάλι με το νερό, άνοιξε το πώμα, το έφερε στο στόμα της, ήπιε…
Μία, δύο, τρεις γουλιές…
Ξανάκλεισε το μπουκάλι, το έβαλε πίσω στο ψυγείο…
Έκοψε ένα κομμάτι από μία ξεχασμένη σοκολάτα υγείας αμυγδάλου που βρήκε σε ένα ράφι του ψυγείου…
Το έφαγε…
Ηρέμησε…
Ένας ήχος ανακούφισης βγήκε από τα σπλάχνα της…
Διερωτήθηκε τι πήγε να πάθει…
Ευτυχώς, γλύτωσε…

Ξανακάθισε στο γραφείο της, αφοσιώθηκε στο γραπτό της, κοιτάζοντας επίμονα την οθόνη του υπολογιστή…
Το μυαλό της έφευγε…
Παρέμενε στο τηλεφώνημα…
Ρωτούσε στον εαυτό της τον σκοπό αυτού του τηλεφωνήματος…
Πιθανές απαντήσεις πολλές, πειστική καμία…
Πάντα έτσι ήταν…
Οι απαντήσεις της δεν την ικανοποιούσαν…
Όσο πραγματιστικές κι’ αν ακουγόντουσαν, όσο σωστές κι’ αν αποδεικνύονταν στο τέλος…
Δεν μπορούσε να δουλέψει άλλο…
Η προσοχή της ήταν στραμμένη αλλού…
Στο τηλεφώνημα…

Σήκωσε το ακουστικό…
Ανταπέδωσε την κλήση…
Ρώτησε το λόγο της επαφής…
Η απάντηση ακούστηκε λιγότερο κολακευτική από αυτή που ήθελε, ίσως, να ακούσει…
Λιγότερο πραγματιστική όμως, από αυτή που είχε σκεφτεί η ίδια…
Η εκδοχή ‘σε είδα στον ύπνο μου και απλά πήρα να δω τι κάνεις’ ακουγόταν καλύτερη από το ‘ήμουν μόνος στο σπίτι, δεν είχα τι να κάνω και πήρα να μιλήσουμε λίγο’…
Τοποθέτησε το ακουστικό στην βάση του…
Η κίνησή της, πιο σίγουρη και πιο σταθερή από την προηγούμενη φορά…
Είχε ηρεμήσει…
Ένα ντους, θα της επανέφερε την ηρεμία να επιστρέψει στη δουλειά της…
Ίσως, και να της έδινε την δυνατότητα να αλλάξει τα δεδομένα του γραπτού της…
Η καρδιά της είχε λειτουργήσει…
Είχε ξανανιώσει το αίμα της να κυλάει στις φλέβες της…
Ναι…
Το έλος, δεν την φόβιζε τόσο πολύ πια…
Μπορούσε να δει τα στέρεα εδάφη ανάμεσα στα βαλτωμένα νερά…
Ήξερε να δημιουργήσει νέο μονοπάτι, νέα περπατησιά…

(‘Light shower’ by Christian Simonian)

Άρωμα μοναδικό σου...

Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006


Θέλω να με αφήσεις να σου φτιάξω ένα άρωμα…
Δεν θα βάλω μέσα ούτε σφένδαμο, ούτε βανίλια, ούτε γιασεμί, ούτε κανέλα…
Θα βάλω μέσα εσένα και εμένα, εμάς…
Τους πόθους και τα πάθη μας…
Τον έρωτα και την αμαρτία μας…
Τα λάθη και τα σωστά μας…
Τα θέλω και τα δίνω μας…
Θα αφήσω εκτός,
τα πρέπει και τα παίρνω μας…
Τις υποχωρήσεις και τις κακίες μας…

Θα σου φτιάξω ένα άρωμα, προσαρμοσμένο στο κορμί σου…
Οικείο και ζωντανό…
Να ταιριάζει με τον ιδρώτα σου…
Να ευωδιάζει στη χαρά σου…
Να γλυκαίνει τον πόνο σου…
Να βοηθάει το βλέμμα σου να ορίζει το μέλλον σου…

Θα σου φτιάξω ένα άρωμα, να το φοράς τα πρωινά…
Όταν ξυπνάς από τον ύπνο σου…
Όταν κοιτάς στο πλάι σου και βλέπεις εμένα…
Όταν λες την πρώτη καλημέρα της ημέρας στ’ αυτιά μου…

Θα σου φτιάξω ένα άρωμα, να το φοράς τη νύχτα…
Πριν πέσεις στην αγκαλιά μου…
Πριν αφήσεις τα χάδια μου να συνταράξουν το κορμί σου…
Πριν τα σώματά μας γίνουν ένα και αναταράξουν τον κόσμο μας…
Πριν το χάραμα μας βρει, αγκαλιασμένους και αποκαμωμένους από τον έρωτά μας…

Θα το ονομάσω με το γλυκό σου όνομα…
Το μοναδικά ειπωμένο και τραγουδισμένο από τα χείλη σου…
Όπως το είπες εκείνη την πρώτη φορά που σε γνώρισα…
Όπως το κατέγραψε το μυαλό μου και το μιλάει η ψυχή μου…

Θέλω να με αφήσεις να σου φτιάξω ένα άρωμα…
Για να είναι μοναδικό σου…
Όπως εσύ…

(‘Reclining Nude’ by Amedeo Modigliani)

Εφιάλτης...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006


Νύχτες ερημιάς βασάνιζαν το μυαλό του…
Το ρολόι του τοίχου, μοναδικός φίλος του…
Δυσκολία στον ύπνο…
Δυσκολία και στα όνειρα…
Όχι όνειρα…
Εφιάλτες…
Ή νύχτες λευκές, κενές…
Άχρωμος ύπνος…
Άνευρες διαδρομές με κλεισμένα μάτια…
Κι’ όταν κατάφερνε να κοιμηθεί, ιδρώτας πότιζε το ταλαιπωρημένο κορμί του…
Λες και πάλευε με την συνείδησή του…
Λες και όργωνε την ψυχή του και κουραζόταν…
Το ξημέρωμα, τον έβρισκε αποτελειωμένο…
Χωρίς ικμάδα ζωής στα μάτια, χωρίς διάθεση αναπνοής στα ρουθούνια…
Πίστεψε ότι ήταν καταραμένος…
Πίστεψε ότι ήταν ξεχασμένος…
Έστρεφε το βλέμμα στον ουρανό, να βρει ένα πάτημα να συνεχίσει…
Το μόνο που έβλεπε, ήταν ένα μουντό γκρι…
Σαν τη στάχτη…
Έτσι όπως πίστευε τη ζωή του…
Να της έχουν μείνει μόνο στάχτες…
Σκέφτηκε ένα χρώμα…
Σκέφτηκε εκείνη…
Πίστεψε ότι ήταν φοίνικας…
Πίστεψε ότι θα μπορούσε να ξαναγεννηθεί…
Πήρε τα μάτια από τον ουρανό και κοίταξε μπροστά…
Είδε ανθρώπους, είδε ζωές…
Αποφάσισε να ξαναγεννηθεί…
Αποφάσισε να προχωρήσει…
Μπροστά ή πίσω…
Προς κάποια κατεύθυνση…
Προς οποιαδήποτε κατεύθυνση…
Τα πόδια δεν τον βοηθούσαν…
Η έλλειψη ύπνου, του τα καθήλωνε στη γη…
Ακίνητος…
Να περιμένει άσκοπα βοήθεια από τον εαυτό του…
Άπλωσε τα χέρια, να πιαστεί από κάπου…
Να βρει αντίσταση…
Πουθενά στέρεο αντικείμενο…
Πουθενά διάθεση για βοήθεια…
Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό…
Το μουντό γκρι ξεθώριαζε…
Φως περνούσε και τον έλουζε…
Ένοιωσε ζέστη, το αίμα κύλησε στις φλέβες του, τα πόδια ξεμούδιασαν…
Ξύπνησε, σηκώθηκε, περπάτησε…
Το βλέμμα το έστρεψε μπροστά…

(‘The Nightmare’ by Henry Fuseli)

Δεν ξέρει ο πόνος καλό κολύμπι...

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006


Μπήκε στο bar…
Το φως υποτονικό, δημιουργούσε ατμόσφαιρα κατάνυξης…
‘Επίτηδες, για να μπορεί ο barman να εξομολογεί ευκολότερα.’ σκέφτηκε…
Οι θαμώνες λίγοι, κυρίως άντρες…
Αταίριαστο πλήθος, αταίριαστες ιστορίες…
Κάθισε στην μπάρα…
Ο barman κατευθύνθηκε κοντά του για να πάρει παραγγελία…
‘Τι θα πάρετε;’ τον ρώτησε με επαγγελματικό ύφος barman…
‘Ένα gin με tonic θα ήθελα.’ του απάντησε με επαγγελματικό ύφος πελάτη…
Δεν άργησε να του το φέρει…
Συνοδευόμενο από ξηρούς καρπούς…
Κοίταξε μια ματιά γύρω του…
Δεν βρήκε τίποτε το ενδιαφέρον για να εστιάσει το βλέμμα του και να ‘παίξει’ το μάτι του…
Το ήθελε αυτό…
Ήθελε να νοιώσει την ένταση του φλερτ, αλλά στάθηκε άτυχος…
‘Μπορεί αργότερα να κάτσει κάτι καλύτερο.’ μουρμούρισε στον εαυτό του…
Σήκωσε το ποτήρι του να πιεί την πρώτη γουλιά…
Η γεύση του ποτού, πικρή και ξινή συνάμα…
Την έβρισκε ελκυστική και ενδιαφέρουσα…
Από την πρώτη φορά που το γεύτηκε, αυτός ο συνδυασμός των γεύσεων είχε εντυπωθεί στα γευστικά κύτταρα του μυαλού του…
Ίσως βέβαια, να είχε συνδυάσει την απόλαυση που του δίνει το συγκεκριμένο ποτό με εκείνη…
Εκείνη του το είχε προτείνει και με εκείνη το είχε πρωτοπιεί…
Η δεύτερη γουλιά κατευθύνθηκε στον οισοφάγο του…
Ασυναίσθητα, του ήρθε στο νου το άσμα ‘Σε βλέπω στο ποτήρι μου’
Γέλασε…
‘Αν ήταν να την βλέπω μόνο στο ποτήρι μου, θα έκοβα το ποτό. Εδώ το ξεκινήσαμε για να μην την βλέπουμε. Απορώ ποιος, και κάτω από ποιες συνθήκες, έγραψε ένα τέτοιο τραγούδι’ είπε…
‘Είπατε κάτι;’ τον ρώτησε ο barman, που τον είχε ακούσει…
‘Όχι. Απλά διερωτήθηκα για ένα τραγούδι’ του απάντησε…
‘Σεκλέτια;’ ρώτησε ο barman με ύφος επαγγελματία εξομολόγου…
‘Για να είμαι εδώ και να πίνω μόνος, μάλλον’…
‘Πιστεύετε ότι το αξίζει αυτό που κάνετε, αυτή για την οποία το κάνετε;’ ξαναρώτησε ο barman με μεγαλύτερη οικειότητα…
‘Το ψάχνω. Αυτό ψάχνω. Αν άξιζε.’ του απάντησε κοιτώντας το ποτήρι λες και έψαχνε την απάντηση εκεί μέσα…
‘Η απάντηση δεν βρίσκεται στο ποτήρι. Εκεί βρίσκεται μόνο ο πόνος. Τίποτε άλλο. Ο πόνος και το πνίξιμό του.’ αποκρίθηκε ο barman λες και διάβασε τη σκέψη του…
‘Και ο οποίος ξέρει καλό κολύμπι, παρεμπιπτόντως.’ του είπε με ένα μειδίαμα να σχηματίζεται στα χείλη του…
‘Δεν ξέρει ο πόνος καλό κολύμπι. Εμείς δεν είμαστε ‘καλή θάλασσα’. Δεν ξέρουμε να ανταριάζουμε αρκετά για να μπορούμε να πνίγουμε αισθήματα και πόνους. Είμαστε ‘γαλήνια θάλασσα’, ακόμη και στον πόνο μας. Γι’ αυτό και προβληματιζόμαστε, γι’ αυτό και πονάμε.’ αποκρίθηκε ο barman με ύφος ανθρώπου που η ζωή τον έμαθε και τον δίδαξε…
‘Αγαπητέ κύριε’ συνέχισε ο barman, ‘ο καθένας μας κουβαλάει τους πόνους και τις λύπες που δεν μπόρεσε να πνίξει. Είναι πάντα εκεί, λες και δεν έχουν βάρος για να πνιγούν. Λες και λειτουργεί η άνωση. Λες και η άνωσή τους στη συνείδησή μας, αυξάνει με τον όγκο των ποτών που πίνουμε.’…
Τα λόγια του τον προβλημάτισαν…
Διερωτήθηκε, τι καταλάβαινε που έκλαιγε και έπινε τον πόνο του έτσι…
Σκέφτηκε, ότι ήταν τόσο ανούσιο όλο αυτό…
Το ποτό δεν θα την έφερνε πίσω, ούτε θα τον έκανε να νοιώσει καλύτερα…
Αποφάσισε να εναντιωθεί στον τρόπο που αντιμετώπιζε τα πράγματα…
Ήπιε την τελευταία γουλιά από το ποτό του, πλήρωσε, ευχαρίστησε τον barman και σηκώθηκε να φύγει…
Στην είσοδο του bar κοντοστάθηκε, σκέφτηκε κάτι και γύρισε πίσω…
Κατευθύνθηκε προς την μπάρα…
Έσκυψε και είπε στον barman: ‘Σ’ ευχαριστώ, αλλά έτσι χάνεις πελάτες’…
‘Μη στεναχωριέστε. Εγώ απλά, συμβουλές και την πείρα μου από την ζωή λέω. Η απόφαση είναι δική σας. Την ‘θάλασσά’ σας, εσείς την ορίζεται. Το ποτό είναι ένα καλό καταφύγιο. Δεν το αποχωρίζεται πολύς κόσμος.’ απάντησε ο barman με ύφος ανθρώπου…

(‘Bitter Campari’ by Leonetto Cappiello)

Επιθυμία και φαντασίωση...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006


Από το πρωί, ένοιωθε την έλλειψή του…
Έντονα και βίαια…
Όπως του άρεσε να της κάνει έρωτα…
Της φάνηκε παράξενο…
Δεν της συνέβαινε συχνά…
Σχεδόν ποτέ…
Ένοιωθε τα χείλη της σαν δυο κόκκινες φωτιές…
Φωτιές και στην υφή και στην γεύση…
Γεύση φωτιάς…
Σαν το φιλί του…
Τέτοια γεύση πρέπει να έχει η αμαρτία…
Τα μάτια της υγρά έλαμπαν από πόθο…
Συνειδητοποίησε ότι θα την παρεξηγούσαν στο γραφείο οι συνάδελφοί της…
Φοβήθηκε…
Δεν ήταν από τους ανθρώπους που άφηνε το συναίσθημα να φανεί στο πρόσωπο…
Η εικόνα είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτή…
Δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις σκέψεις της όμως…
Τον σκέφτηκε δίπλα της να την καίει…
Μεταφορικά και κυριολεκτικά…
Το κορμί του στους χίλιους βαθμούς…
Και το δικό της μαζί του, σαν σε φούρνο, να ψήνεται μαζί του…
Της έλεγε ότι του αρέσει να είναι δίπλα της και να την κάνει ότι θέλει…
Αυτό του άρεσε…
Και αυτό της έκανε…
Η ανάσα του βαριά και ερωτική…
Τα χέρια του στο κορμί της και τα μάτια του μέσα της…
Κατευθείαν στην ψυχή της…
Να διαβάζουν τις μύχιες σκέψεις της και να τις υλοποιούν…
Της μιλούσε και αυτή έλιωνε…
Ένιωθε δίπλα της τον ανδρισμό του, την μυρωδιά του αρσενικού και αυτό την τρέλαινε…
Την έκανε να βογκάει από πόθο και πάθος…
Την χάιδευε με κάθε μέσο που μπορούσε να χρησιμοποιήσει…
Τα χέρια του, την ανάσα του, την γλώσσα του…
Και αυτή, σαν υπάκουο κορίτσι, άνοιγε τα πόδια της μόνο με μια του λέξη…
Έφτανε μόνο μία του λέξη και ήταν έτοιμη να γίνει δική του…
Πάντα υγρή και πάντα έτοιμη να τον δεχτεί μέσα της...
Όπως την ήθελε και όπως του άρεσε…
Ένοιωσε το κορμί της να καίγεται περισσότερο…
Τον ήθελε απεγνωσμένα μέσα της, να την πάρει και να την ταξιδέψει στο όνειρο του...
Στο όνειρο του για εκείνη...
Στην μοναδική του σκέψη…
Θυμήθηκε πως τον έβλεπε να τρέμει δίπλα της…
Και αυτή έτρεμε…
Η ηδονή παντού γύρω τους, τους αγκάλιαζε…
Και αυτός με την σειρά του, την αγκάλιαζε όλο και πιο παθιασμένα.
Και αυτή δεν καθόταν αμέτοχη…
Τον έσφιγγε μέσα της...
Τεντώνονταν για να τον διευκολύνει…
Για να την πάρει πιο γρήγορα και πιο δυνατά…
Τον έσφιγγε πάνω της…
Το βάρος του, δεν την ενοχλούσε…
Αντίθετα, την ικανοποιούσε και της άρεσε….
Όταν έμπαινε μέσα της, η καρδιά της έφευγε…
Πήγαινε σε αυτόν…
Τον λάτρευε…
Λάτρευε τον τρόπο που την έκανε δική του…
Και από την μεριά της, ήξερε ότι είναι δικός της…
Το έβλεπε στα μάτια του και το ένιωθε στο άγγιγμά του…
Το μύριζε στον ιδρώτα του…
Το αισθανόταν όταν έμπαινε σκληρός μέσα της…
Ήταν ο απόλυτος έρωτας, η απόλυτη ηδονή, το απόλυτο πάθος…
Και ήταν δικό τους…
Κάθε φορά καλύτερο...
Κάθε φορά δυνατότερο…
Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο…
Μόνο αυτόν…
Αυτόν…
Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του…
Ήθελε να τον ακούσει, να του πει πόσο υγρή ήταν…
Ήθελε να τον ακούει να της λέει πόσο πολύ την σκεφτόταν και πως δεν έβλεπε την ώρα να βρεθούν να κάνουν έρωτα…

(‘Expectation’ by Joani)

Πρόσημα ζωής...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006


Πρωί…
Ο καιρός έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, έδειχνε βροχερός, μουντός…
Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν Δεκέμβρης μήνας, στα μέσα του…
Απέναντι, είχαν ήδη αρχίσει και αναβόσβηναν τα λαμπάκια στα μπαλκόνια των σπιτιών…
Όλη τη νύχτα, το ίδιο σκηνικό…
Δεν έσβηναν ποτέ…
Λες και ήταν φάροι που έδειχναν στους περαστικούς το ‘Λιμάνι της Ευτυχισμένης Οικογένειας’, όπως συνήθιζε να λέει…
Έδειχναν με τον τρόπο τους, ότι στο συγκεκριμένο σπίτι, υπάρχει περίσσευμα χαράς και ευτυχίας…
Λες και σου έλεγαν: ‘Εμείς είμαστε ευτυχισμένοι και ‘σεις, όλοι οι υπόλοιποι, να βράσετε στο ζουμί σας’…
‘Πάλι με ευχάριστες σκέψεις ξύπνησα’ σκέφτηκε και ένα πικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της…
Σηκώθηκε από το κρεβάτι…
Μία αίσθηση παγωνιάς την χτύπησε στα γυμνά πόδια της…
Κρύωνε…
‘Πάλι ο διαχειριστής ξέχασε να ανάψει το καλοριφέρ’ μουρμούρισε…
Φόρεσε το παντελόνι της φόρμας της και πήγε στην τουαλέτα…
Έριξε νερό στο πρόσωπό της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη…
‘Πάλι στις ομορφιές σου είσαι σήμερα, να μη σε βασκάνω. Φτου σου κοπέλα μου. Σαν τα κρύα τα νερά, βρε. Αλλά τα πολύ κρύα. Άνθρωπος δεν μπορεί να σε ακουμπήσει από το κρύο’ αποκρίθηκε στον εαυτό της με περισσή ειρωνεία, όπως έκανε πάντα…
Όπως έκανε πάντα, όχι μόνο για τον εαυτό της…
Είδος άμυνάς της, την χρησιμοποιούσε από πολύ μικρή…
Και το είχε εξασκήσει με την πάροδο των χρόνων…
Είχε γίνει δεύτερη φύση της…
Πήγε στην κουζίνα, περνώντας από το καθιστικό, ανοίγοντας το κλιματιστικό στο διάβα της…
Έφτιαξε ένα καφέ και κάθισε να τον πιεί στον καναπέ απέναντι από το κλιματιστικό…
Το σπίτι είχε μία παράξενη ηρεμία…
Το κοίταξε με μία ματιά…
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και δεν είχε καμία διάθεση να κάνει οτιδήποτε…
Ούτε στολισμό, ούτε γλυκά, ούτε φαγητά, ούτε επισκέψεις, ούτε να βρεθεί με συγγενείς και φίλους, ούτε να γελάσει, ούτε να κλάψει…
Τίποτα…
Ήθελε το απόλυτο τίποτα φέτος…
Ήθελε το απόλυτο ψύχος των αισθημάτων της…
‘Παγόβουνο και μέσα και έξω. Θα ταιριάζω καλύτερα και με το τοπίο’ είπε στον εαυτό της και γέλασε…
Τώρα τελευταία γέλαγε μόνο με τα δικά της ανέκδοτα, με τον δικό της αυτοσαρκασμό…
Λες και είχε χαθεί το χιούμορ από κοντά της και μόνο αυτή μπορούσε να το ενεργοποιήσει στον εαυτό της…
Άνοιξε το ραδιόφωνο…
Παντού, σε όποιο σταθμό κι’ αν το συντόνιζε, άκουγε διαφημίσεις από χριστουγεννιάτικα …
Το έκλεισε βίαια, βρίζοντας…
Προσπάθησε να σκεφτεί ένα πρόγραμμα για την ημέρα που ξεκινούσε μπροστά της…
Δεν είχε δουλειά και κάπως έπρεπε να γεμίσει την ημέρα της…
Πρώτη σκέψη, να κατέβει για ψώνια και καφέ στο κέντρο της πόλης…
Αμέσως, απομάκρυνε την ιδέα από το μυαλό της…
Μόνο και μόνο ότι θα αντίκριζε τα ίδια και τα ίδια χαρούμενα και, συνάμα, αγανακτισμένα πρόσωπα των μαμάδων, πλαισιωμένα από παιδάκια που τραβάνε στο κατόπι τους, της έφερνε αναγούλα…
Δεν ήθελε θορύβους…
Δεν ήθελε παιδάκια…
Σκέφτηκε να μείνει σπίτι και να το συγυρίσει…
Μπορεί η πραγματοποίηση της ιδέας να την κούραζε περισσότερο από το να πάει για ψώνια, τουλάχιστον της άφηνε τα περιθώρια να είναι μόνη της και να κάνει ότι ήθελε την ώρα που η ίδια το ήθελε…
Εξάλλου, γι’ αυτό πάλευε στη ζωή της…
Για να κάνει ότι ήθελε, την ώρα που το ήθελε…
Ακριβό το τίμημα μεν, δίκαιη η καταβολή του δε…
Ήξερε μέσα της, λες και είχε γεννηθεί με αυτή την πεποίθηση, ότι για να φοράς στραβά το καπελάκι σου και να είσαι κυρίαρχος του εαυτού σου, το αντίτιμο έπρεπε να πληρωθεί…
Το που, βέβαια, κανείς δεν της το είχε πει…
Ούτε το ποσό…
Και τα δύο τα έμαθε στην πορεία…
Το ταμείο λεγόταν ‘ζωή’ και το ποσό ‘μοναξιά’…
‘Δεν βαριέσαι. Και αυτοί που δεν είναι μόνοι τους, τι καταλαβαίνουν; Καλύτεροι από μένα είναι;’ έλεγε με ύφος, απευθυνόμενη στον εαυτό της…
Ασυναίσθητα, συνέκρινε το πώς ήταν η ίδια, όταν βρισκόταν μέσα σε σχέση και πως ήταν τώρα, τέτοιες ημέρες…
Σκέφτηκε, ότι όταν είχε σχέση, τέτοιες ημέρες προσπαθούσε με τον ‘καλό της’ να συνεννοηθεί πως θα περάσουν της γιορτινές μέρες, τι δώρα θα κάνουν, που θα πάνε, ποιους θα δουν…
Και πάντα κατέληγαν να μαλώνουν, να είναι στις μαύρες τους τέτοιες ημέρες και να μην περνάν καλά…
Ενώ τώρα, που είναι μόνη της, η ζωή της είναι πιο εύκολη μιας και δεν έχει τέτοιες έννοιες…
Είναι μόνη και θα περάσει μοναχικά τις γιορτές…
Μπορεί το στρώμα της να είναι διπλό, να μην έχει κανέναν πλάι της, αλλά έννοιες δεν έχει…
Ή έχει;;;
Θυμήθηκε κάτι που είχε διαβάσει κάποτε: ‘Όταν δεν μπορείς να καταλάβεις το παρόν, κοίτα το παρελθόν και μέτρα τα λάθη και τα σωστά σου. Αναλόγως του προσήμου που θα προκύψει από την αφαίρεση, θα καταλάβεις τι παιχνίδι παίζεις στη ζωή σου.’…
Συνειδητοποίησε ότι οι δικές της αφαιρέσεις έδιναν αρνητικό πρόσημο…
Αίσθηση παγωνιάς κύλησε στο αίμα της…
Άσχετα, αν ο διαχειριστής είχε ήδη ανάψει το καλοριφέρ και ο χώρος είχε ζεσταθεί…

(‘Kreuze und Saulen’ by Paul Klee)

Το άγαλμα της πλατείας...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006


Το άγαλμα της πλατείας μας…
Έστεκε πάντα εκεί…
Χειμώνες, καλοκαίρια, με κρύα και ζέστες, μέρα και βράδυ…
Εκεί…
Να περιμένει τα παιδιά της γειτονιάς να παίξουν στα πόδια του…
Τα ερωτευμένα ζευγαράκια να φιληθούν στο πλάι του…
Τους ηλικιωμένους να αφηγούνται ιστορίες περασμένων χρόνων στο παγκάκι απέναντί του…
Και ποτέ δεν χάλαγε χατίρι…
Σημείο αναφοράς και διαχρονικότητας…
Πέρναγα καθημερινά και το έβλεπα…
Η πρώτη καλημέρα της ημέρας…
Είχαμε μία ιδιαίτερη σχέση οι δύο μας…
Άσχετα, αν η επαφή μας γινόταν μόνο με τη σκέψη και όχι με τα λόγια…
Του έλεγα τους πόνους μου…
Τις απογοητεύσεις μου και τα λάθη μου…
Τις χαρές και τις λύπες μου…
Θυμάμαι, το πρώτο ερωτικό μου σκίρτημα…
Εκεί, σε κείνο, πήγα και το είπα…
Λες και ήταν ο εξομολογητής της καρδιάς μου…
Λες και ήταν ο καλύτερός μου φίλος…
Υπήρχε στην καρδιά μου και στη ζωή μου…
Από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου…
Ώσπου, αποφάσισε ο δήμος να αναπλάσει την πλατεία μας…
Να την εκμοντερνίσει…
Και το άγαλμα δεν είχε πια θέση εκεί…
Ήταν παρείσακτο…
Ξένο στοιχείο…
Μας ξερίζωσαν την ψυχή…
Μας ξερίζωσαν την παιδική αφέλεια…
Όλο τον κόσμο μας…
Θυμάμαι, την ώρα που το έπαιρναν…
Λένε, ότι τα αγάλματα δεν νοιώθουν και δεν λυγάνε…
Μεγάλο λάθος…
Και αυτά νοιώθουν…
Και αυτά λυγάνε…
Όπως και ‘μεις…

(‘Adonis’ Dream’ by Richard Franklin)

Η γιαγιά μου έλεγε...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 05, 2006


Η γιαγιά μου έλεγε πάντα:

Οι άντρες είναι σαν τους βατράχους.
Τρελαίνονται να ‘πηδάνε’ από εδώ κι’ από εκεί,
‘βγάζουν’ γλώσσα μόνο για να φάνε
και όταν τους ρωτήσεις κάτι,
γουρλώνουν τα μάτια, κοιτάνε αλλού και κάνουν ένα ‘κουαξ’…

Κατάλαβες;;;

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006


- Είσαι μία κούκλα σήμερα…
- Σ’ ευχαριστώ…
- Εγώ πρέπει να σ’ ευχαριστήσω…
- Γιατί;;;
- Γιατί για μένα έγινες τόσο ωραία…
- Και ποιος σου το είπε αυτό;;;
- Έτσι πιστεύω…
- Λάθος πιστεύεις…
- Και μου το λες κατάμουτρα;;;
- Θα σε φοβηθώ;;; Εξάλλου, οι αλήθειες, κατάμουτρα λέγονται…
- Και για ποιον τότε ντύθηκες έτσι;;;
- Αρχικά, για μένα… Για να νοιώθω καλά εγώ με τον εαυτό μου…
- Ωραία… Αυτό το καταλαβαίνω… Και για ποιον άλλο;;;
- Για τις άλλες γυναίκες…
- Δηλαδή;;;
- Όσο κι’ αν δεν θέλεις να το παραδεχτείς, οι άλλες γυναίκες είναι ο πιο σκληρός κριτής του ντυσίματός μας… Εσείς οι άντρες, απλά θαυμάζετε ότι φοράμε για να μας κολακέψετε… Σας έχουμε σίγουρους, του χεριού μας… Ενώ, τις άλλες γυναίκες θέλουμε να τις κερδίσουμε… Θέλουμε να μας βλέπουν και να μας θαυμάζουν… Θέλουμε να είμαστε κυρίαρχες του χώρου μας… Κατάλαβες;;;
- ……

(‘Female desire’ by Kenny Primmer)

Ζωή αβίωτη...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2006


Όταν η ζωή,
χαμένη στους δρόμους που χάραξε και δεν έχουν γυρισμό,
αφουγκράζεται τον ήχο των σιωπών των σωμάτων
που γύρεψε για συνοδοιπόρους των ταξιδιών της,
γνέφει κλαίγοντας στις ψυχές των αφορισμένων ενοχών της…

Ξαναπερνάει από τις συμπληγάδες των αποτυχιών της
και προσπερνά με βήμα βαρύ τα λάθη και τις χαμένες επιλογές της…

Μαθαίνει να ζει με ενδοιασμούς τα πάθη της
και αρνείται την καινή της διαθήκη…

Χάνεται στις προσδοκίες της…
Χάνει της προσμονές της…

Τότε η ζωή, γίνεται πεπερασμένη…
Τότε η ζωή, γίνεται αβίωτη…

(‘The Scream’ by Edvard Munch)

Παρέα με ένα μπουκάλι άδειο...

Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

Ήθελε να τσακίσει τον εαυτό του στα χέρια αυτής της γυναίκας…
Ήθελε να τσαλακώσει το κορμί του στα φιλιά και στα χάδια αυτής της γυναίκας…



Σάββατο βράδυ, έντεκα και μισή, χειμώνας…
Το αυτοκίνητό του σταμάτησε έξω από το μαγαζί που τραγουδούσε εκείνη…
Οι παρκαδόροι έτρεξαν να τον εξυπηρετήσουν…
Τον ήξεραν πια και ήξεραν ότι είναι από εκείνους τους πελάτες που πάντα άφηναν καλό φιλοδώρημα στο τέλος της βραδιάς…
Μιας βραδιάς, που πάντα τελείωνε στο ξημέρωμα της επόμενης ημέρας…
Πάντα ερχόταν μόνος, πάντα έφευγε μόνος…
Σαν τους μοναχούς που πάνε πρωί – πρωί στην εκκλησία, πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, για να δοξάσουν Αυτόν, στον οποίο είναι ταγμένοι…
Έτσι κι’ αυτός, ακολουθώντας την εσωτερική του ανάγκη, εμφανιζόταν μέρα παρά μέρα στο ξενυχτάδικο αυτό, για να αποτίσει φόρο λατρείας στην μία και μοναδική αγαπημένη της ζωής του…
Πάντα εκεί, στο τραπέζι της γωνίας…
Με δυο ποτήρια επάνω, ένα δικό του και ένα για κείνη…
Το δικό του, πάντα άδειο, λες και υπήρχε μία αόρατη σύνδεση ανάμεσα στα χείλη του ποτηριού και στα σωθικά του…
Το δικό της, πάντα γεμάτο, ξέχειλο από το ποτό, για να του θυμίζει το πόσο γεμάτη ήταν η ζωή του από εκείνη…
Και όταν εμφανιζόταν στην σκηνή, τραγουδώντας με εκείνη την μπάσα φωνή που ανέσταινε μέσα του κάθε δείγμα αλήθειας και αγάπης που κουβαλούσε, καθόταν και την κοιτούσε βουρκωμένος, από την δύναμη των αισθημάτων που ένοιωθε…
Ποτέ δεν της είχε μιλήσει για τον κρυφό του πόθο για εκείνη, αν και ήταν κοινό μυστικό σε όλους…
Δεν της είχε μιλήσει ποτέ…
Και ούτε επρόκειτο να το κάνει…
Πίστευε, ότι θα ήταν και η τελευταία φορά που θα την έβλεπε, έτσι και έκανε την κίνηση να της μιλήσει…
Φοβόταν την απόρριψη…
Φοβόταν να αντικρύσει το γέλιο της κοπέλας αυτής, της μοναδικής γυναίκας που τον συντάραξε συθέμελα…
Γιατί θα γέλαγε…
Ποιος ήταν αυτός που θα της έλεγε ότι την αγαπούσε και εκείνη δεν θα γέλαγε;;;
Αυτά σκεφτόταν κάθε φορά που την έβλεπε να τραγουδάει…
Απομόνωνε οποιαδήποτε άλλη εξωτερική παρεμβολή και προσηλωνόταν σε κείνη, που γέμιζε την σκηνή με την παρουσία της…
Κάρφωνε το βλέμμα του στα μάτια της, προσπαθώντας να κλέψει βίαια κάθε ματιά της, κάθε πεταχτό της πέρασμα από τα μάτια του…
Άλλαζαν χρώμα τα μάτια του, κάθε φορά που συναντιόντουσαν με τα δικά της…
Έπαιρναν το χρώμα της μαύρης θάλασσας, της τρικυμισμένης, εκείνης που κάθε ναυτικός φοβάται, εκείνης που κάθε ναυτικός θέλει να αποφύγει αλλά ζητάει απεγνωσμένα να ταξιδέψει μέσα της για να την νικήσει…
Θόλωνε και μαύριζε το βλέμμα του, θόλωνε και μαύριζε η ψυχή του…
Αντάριαζε…
Φούσκωνε…
Πνιγόταν…
Και του άρεσε…
Και το ζητούσε…
Πολλές φορές, τραγούδαγε κι’ αυτός παρέα της…
Τραγούδαγε κι’ αυτός μαζί της, την αγάπη που ποτέ δεν θα του έδινε, την αγάπη που ποτέ δεν θα γνώριζε μαζί της…
Τραγούδαγε και μοιρολογούσε την ίδια στιγμή…
Την αγάπη του, τη ζωή του, την ανάστασή του, τον θάνατό του…
Τελείωνε το πρόγραμμά της και έφευγε από την σκηνή…
Τότε επανερχόταν κι’ αυτός στην πραγματικότητα…
Και έπινε…
Περισσότερο…
Και έτσι τον έβρισκε το πρωί…
Παρέα με ένα μπουκάλι άδειο, ένα ποτήρι άδειο και ένα ποτήρι ξέχειλο…
Παρέα με μία ζωή άδεια, με ένα σώμα άδειο και με μία ψυχή γεμάτη…

(‘Femme en Bleu avec Guitare’ by Tamara de Lempicka)

Γράμμα για ένα χωρισμό...

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006


Αγόρι μου,

Αποφάσισα να σου γράψω αυτό το γράμμα, γιατί αποδείχτηκε ότι δεν μπορείς να ακούσεις πια τα λόγια μου, αν τα άκουσες ποτέ. Αποφάσισα να γράψω αυτό το γράμμα, γιατί κουράστηκα να επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια πράγματα τόσες φορές. Αποφάσισα να γράψω αυτό το γράμμα, γιατί πονάω να σκοτώνω την αγάπη μας κάθε φορά που μπαίνω στη διαδικασία να σου μιλήσω για τους λόγους που χωρίσαμε.

Θέλω να ξέρεις, ό,τι αυτό το γράμμα θα αποτελέσει την τελευταία προσπάθειά μου να συνειδητοποιήσεις τι μας συμβαίνει, έτσι όπως το βλέπω εγώ, και φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο. Δεν ξέρω το αποτέλεσμα αυτού του επιχειρήματος, αλλά δεν μου έχεις αφήσει περιθώρια για τίποτε άλλο.

Κάθομαι και σκέφτομαι αυτά τα οποία έχουμε περάσει μαζί και τελικά συνειδητοποιώ ότι δεν περίμενα ποτέ εμείς οι δύο να καταλήξουμε έτσι. Καταφέραμε να οδηγήσουμε, ο καθένας από την πλευρά μας, την σχέση μας σε αδιέξοδο. Ένα αδιέξοδο που κοστίζει και στους δύο μας, άσχετα αν πιστεύεις ότι εγώ πονάω περισσότερο, ως γυναίκα. Και οι δύο πονάμε. Και οι δύο σπαράζουμε.

Άντρα μου μοναδικέ, πιστεύω να ξέρεις πόσο πολύ σ’ αγαπάω. Πιστεύω να ξέρεις τον πόνο που νοιώθω τώρα που είσαι μακριά μου. Όμως, έχεις διερωτηθεί γιατί να είμαστε αναγκασμένοι να περνάμε αυτή την κατάσταση; Έχεις διερωτηθεί γιατί να είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε χώρια; Έχεις διερωτηθεί που φταίξαμε;

Από τις συζητήσεις που κάνουμε, δεν μου δείχνεις κάτι τέτοιο. Με τρομάζει το γεγονός ότι δεν έχεις κάτσει να δεις τι έχει φταίξει στη σχέση μας, στον τρόπο συμπεριφοράς του ενός προς τον άλλο, στη ζωή μας την ίδια.

Θέλεις να είναι ο συνεχής αγώνας για επιβίωση, θέλεις να είναι η ρουτίνα που, αναπόφευκτα, υπήρξε ανάμεσά μας, θέλεις να είναι η έλλειψη ερωτικού ενδιαφέροντος μεταξύ μας; Δεν ξέρω. Όμως, εγώ το ψάχνω. Εσύ, έχεις επαναπαυτεί στα δικά μου λόγια και στις δικές μου αιτιολογήσεις και δεν έχεις κάνει καμία κίνηση, καμία σκέψη προς αυτή την κατεύθυνση.

Μου έλεγες, και συνεχίζεις να μου λες, ότι με αγαπάς. Ότι δεν αντέχεις μακριά μου, ότι όλα θα αλλάξουν, ότι όλα θα πάνε καλά, αρκεί να είμαστε μαζί. Και σε ρωτάω: πως μπορούμε να είμαστε ξανά μαζί, όταν εσύ δεν έχεις κάνει καμία προσπάθεια να μου αποδείξεις ότι μπορώ να βασιστώ επάνω σου, ότι η ζωή μας δεν θα είναι ίδια όπως πριν. Δεν ζητάω θεαματικές αλλαγές. Ζητάω απλά κατανόηση και συμμετοχή στην κοινή μας ζωή. Ζητάω, απλά, να είσαι εκεί. Και για μένα και για σένα. Δεν αντέχω να σε βλέπω να ζεις απλά για να αναπνέεις. Δεν αντέχω να σε βλέπω να είσαι εκεί ‘ωσεί παρόν’. Δεν το αντέχω. Σ’ αγαπάω πολύ για να σε βλέπω έτσι.

Μέχρι τώρα, πάλευα και για τους δυο μας. Κουράστηκα. Δεν λέω, το έκανα από αγάπη για σένα, για τη ζωή μας, για την οικογένειά μας. Όμως, δεν αντέχω άλλο. Δεν αντέχω. Στο φώναζα καιρό. Στο φώναζα. Σε παρακαλούσα να με βοηθήσεις. Σε παρακαλούσα να μου δώσεις το χέρι σου. Όμως εσύ, στον κόσμο σου. Όμως εσύ, στην βόλεψή σου. Πίστευες, ότι επειδή δεν μιλούσαμε, όλα ήταν καλά. Όλα ήταν ήρεμα και γαλήνια. Είχες ξεχάσει, προφανώς, ότι η ηρεμία πριν την καταιγίδα έτσι είναι. Και δεν έκανες τίποτα να αποτρέψεις αυτήν την καταιγίδα.

Αγόρι μου, κάνω μία απέλπιδα προσπάθεια να σε ‘ξυπνήσω’, να σε αφυπνίσω. Μου λείπεις, αλλά αυτό δεν πάει να πει ότι θα είμαστε ξανά μαζί άνευ όρων. Δεν πάει να πει ότι θα ξεχάσω ότι έχει συμβεί και θα ζήσουμε πάλι μαζί. Κάνε κάτι. Μίλα μου. Σκέψου. Νοιώσε τα λάθη μας. Βρες τα και σβήσε τα. Μπορείς. Το ξέρω. Σε εκλιπαρώ. Σε παρακαλώ. Μην μας πετάξεις έτσι. Μην μας διαλύσεις έτσι. Και κάνε το σύντομα, γρήγορα. Δεν θέλω να ζήσω τους στίχους του Αλκαίου: ‘είναι που κάποτε θα ‘ρθεις κι’ αγάπη θα ‘χει φύγει’. Δεν θέλω. Μη με πετάς. Σε παρακαλώ. Μη με πετάς.

Αγόρι μου, δεν αντέχω να σου γράψω άλλο. Ελπίζω και εύχομαι να κατάλαβες. Εύχομαι να ‘δεις’ και να ενεργήσεις. Είμαι εδώ. Μην αργήσεις.

Το κορίτσι σου

(‘Yin bleeds into Yang’ by Scott Powell)

Η συνάντηση...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006


Περπατούσε στην προκυμαία του λιμανιού. Νοέμβρης μήνας, στην αρχή του χειμώνα. Ο αέρας της θάλασσας, δρόσιζε το πρόσωπό της. Ενώ της άρεσε η καθαρότητα αυτού του ανέμου, την εκνεύριζε η υγρασία που έφερνε. Κολλούσε επάνω στο δέρμα της. ‘Όταν θα γυρίσω σπίτι, θα βάλω ενυδατική.’, σκέφτηκε. Κοίταξε το ρολόι της. Η ενυδατική θα περίμενε να χρησιμοποιηθεί για άλλες δύο ώρες. Τότε μόνο θα επέστρεφε σπίτι.

Τα φώτα του δρόμου φώτιζαν ικανοποιητικά. Μπορούσε να διακρίνει τα πάντα σε μεγάλη απόσταση. Κοίταξε γύρω της. Άνθρωποι σκυθρωποί, γελαστοί, αμίλητοι, με ένα κινητό στο χέρι περπάταγαν κοντά της. Εκφράσεις απογοήτευσης, χαράς, λύπης, ενθουσιασμού ζωγραφίζονταν στα πρόσωπά τους.

Κάπου μέσα της λυπόταν για το θέαμα. Θυμόταν τα παιδικά της χρόνια, τότε που οι άνθρωποι ήταν πιο ανέμελοι. Τότε, που περπάταγε στους δρόμους της πόλης της, στην ίδια αυτή προκυμαία και έβλεπε γνωστά πρόσωπα. Πόσο καιρό είχε να συναντήσει γνωστά πρόσωπα. Να ανταλλάξει μαζί τους ένα χαμόγελο, μία καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα.

Ένοιωσε κούραση από το τρέξιμο όλης της ημέρας στο γραφείο και το τωρινό περπάτημα. Ξανακοίταξε το ρολόι της. Είχε λίγη ώρα μέχρι το randez-vous της. Αποφάσισε να καθίσει σε ένα παγκάκι. Κοίταξε γύρω και βρήκε το στασίδι της. Άφησε την τσάντα της στο πλάι. Έκλεισε ερμητικά το παλτό της ως επάνω για να μην κρυώσει.

Ο κόσμος, συνέχιζε να περνάει γύρω της στον ίδιο ρυθμό. Έκλεισε τα μάτια της και αφουγκράστηκε την κίνηση γύρω της. Ένοιωσε τους παλμούς της καρδιάς αυτών των ανθρώπων. Ένοιωσε τις συναισθηματικές δονήσεις των ψυχών αυτών των ανθρώπων. Της φάνηκε σα να ήταν σε ένα κλειστό συναυλιακό χώρο, όπου μία παράξενη ορχήστρα έδινε κονσέρτο. Φαντάστηκε τον εαυτό της διευθυντή αυτής της ορχήστρας.

Της άρεσε να διαλέγει για τον εαυτό της ρόλους. Πίστευε, ότι διαλέγουμε ένα ρόλο για τον εαυτό μας, όταν στη ζωή μας δεν έχουμε ξεκαθαρίσει τι πραγματικά επιζητούμε να είμαστε. Έτσι, προτιμούσε να διαλέγει αυτή τους ρόλους της ζωής της, όποτε το μπορούσε.

Προσπάθησε να απομονωθεί για λίγο από αυτή τη φασαρία. Ήθελε να σκεφτεί λίγο τον εαυτό της. Ήθελε να σκεφτεί λίγο την ίδια. Ήθελε να σκεφτεί, για μία ακόμη φορά, την σημερινή της επίσκεψη. Γενικά, είχε παραμελήσει πολύ τον εαυτό της τελευταία. Το μόνο που την ενδιέφερε, ήταν οτιδήποτε άλλο, εκτός από αυτήν. Είχε φτάσει σε σημείο να της το θυμίζουν και οι δικοί της άνθρωποι. Θυμήθηκε την συζήτηση με την μητέρα της το μεσημέρι.

‘Που θα πάει αυτή η κατάσταση;’ της έλεγε. ‘Έτσι θα είσαι από εδώ και πέρα; Πάρε μία απόφαση. Θα παντρευτείς τον Παύλο, ναι ή όχι; Να μπορέσει κι’ αυτός να δει τι θα κάνει. Δεν μπορεί να σε περιμένει αιωνίως. Αν δεν θέλεις να κάνεις οικογένεια μαζί του, να του το πεις. Δεν πρέπει να παίζεις με αυτά τα πράγματα’ δήλωσε με στόμφο.

‘Α, ρε μάνα’ σκέφτηκε από μέσα της. ‘Τόσα χρόνια παιδί σου, κι’ ακόμη να με καταλάβεις’.

Βέβαια, η μητέρα της είχε δίκιο. Όντως το είχε αναβάλλει πολύ και ο Παύλος δεν της έφταιγε σε τίποτα. Εξάλλου, τον αγαπούσε και δεν ήθελε να τον ταλαιπωρεί. Η απάντηση ήταν ήδη ειλημμένη και μετά το αποψινό της randez-vous, δεν θα είχε κανένα λόγο να αναβάλλει την ανακοίνωσή της κι’ άλλο.

Βγήκε από τις σκέψεις της και άνοιξε τα μάτια της. Ο κόσμος, εξακολουθούσε να περπατάει γύρω της, στους ίδιους ρυθμούς. Ο κόσμος συνέχιζε να γυρίζει γύρω της, ακόμη και την στιγμή που είχε κλείσει τα μάτια και είχε κλειστεί στον εαυτό της. Αυτό, για ένα περίεργο λόγο, της έδωσε θάρρος και ελπίδα. Πίστεψε ότι το ρεύμα αυτό της κίνησης, θα της δώσει τη δύναμη να πολεμήσει την αναβλητικότητά της.

Κοίταξε το ρολόι της. Είδε ότι πέρασε η ώρα. Σηκώθηκε, πήρε την τσάντα της και προχώρησε προς τον προορισμό της. Πέρασε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Έφτασε μπροστά σε μία νεόδμητη πολυκατοικία. Δεν είχαν κατοικηθεί ακόμη όλα τα διαμερίσματά της. Έψαξε τα κουδούνια στον πίνακα, όπως έκανε κάθε φορά.

‘Ιατρείο Μαιευτήρα – Γυναικολόγου, Ιωάννη Δελήμπαση, 5ος όροφος’ έγραφε το κουδούνι. Το χτύπησε. Ακούστηκε ο ηλεκτρικός ήχος που ειδοποιούσε για το άνοιγμα της εξώπορτας. Άνοιξε, μπήκε μέσα, προχώρησε προς τον ανελκυστήρα, μπήκε μέσα και πάτησε το κουμπί του 5ου.

Η πόρτα του Ιατρείου ήταν ήδη ανοιχτή. Στον προθάλαμο του διαμερίσματος και στο σαλόνι αναμονής δεν ήταν κανένας. Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Προχώρησε προς το γραφείο του γιατρού. Μπήκε μέσα. Ο γιατρός την περίμενε πίσω από το γραφείο του. Χαιρετήθηκαν και της πρότεινε να κάτσει. Κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί του.

‘Λοιπόν γιατρέ, πως πάμε;’ ρώτησε όλο αγωνία.
‘Δεν έχω καλά νέα. Οι εξετάσεις δεν ήταν και τόσο καλές. Έδειξαν όγκο στην μήτρα. Θα πρέπει να αφαιρεθεί το συντομότερο δυνατό.’ απάντησε ο γιατρός.
‘Και μετά, θα μπορώ να κάνω παιδιά;’ τον ξαναρώτησε με μεγαλύτερη αγωνία.
‘Δεν είναι σίγουρο. Υπάρχουν πιθανότητες, αλλά πολύ μικρές.’ αποκρίθηκε ο γιατρός.

Έπεσε πίσω στην πολυθρόνα. Ένοιωσε τη γη να ανοίγει κάτω από τα πόδια της. Έτσι ξαφνικά, σε τόσο μικρή ηλικία, της κοβόταν κάθε πιθανότητα να κάνει οικογένεια. Οι ελπίδες ήταν τόσο λίγες. Μπορεί μέχρι τώρα να μην ήθελε να κάνει οικογένεια, αλλά ήταν δική της επιλογή και όχι μονόδρομος. Σκέφτηκε τον Παύλο και τα όνειρα που έκανε και τα συζήταγαν μαζί. Πως θα του το έλεγε; Πως θα του έκοβε τα φτερά; Θα έμενε μαζί της μετά από αυτό το νέο; Η ειρωνία είναι, ό,τι είχε πάρει απόφαση να πει το ‘ναι’ στην πρότασή του. Τώρα;

Συμφώνησε με το γιατρό να κάνει κάποιες πρόσθετες εξετάσεις σε λίγες ημέρες και έφυγε. Βγήκε στο δρόμο και ο αέρας την χτύπησε στο πρόσωπο. Ένοιωθε χαμένη. Έπεσε επάνω σε ένα περαστικό. Δεν τον κατάλαβε ότι ήταν μπροστά της. Του ζήτησε συγνώμη και έβγαλε το κινητό της να τηλεφωνήσει στον Παύλο. Έπρεπε να του μιλήσει. Δεν μπορούσε άλλο να το κρατάει μέσα της.

(‘Natural Woman’ by Asereht Orecul)

Αγάπη & Μίσος...

Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2006


Οι άνθρωποι, είναι παράξενα όντα…
Αγαπάνε και μισούν με το ίδιο πάθος, με την ίδια ένταση, με τον ίδιο τρόπο…
Και κάθε στιγμή είναι σε θέση να δώσουν και τη ζωή τους γι’ αυτό το πάθος τους…
Είναι σε θέση να πληρώσουν τίμημα βαρύ, για να πουν ότι ‘αγάπησαν’ ή ‘μίσησαν’…
Με δεδομένο ότι για το μίσος μπορείς να εγκληματήσεις, για την αγάπη μπορείς να κάνεις το ίδιο…
Πόσα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί στο όνομά της;;;
Πόσες ζωές έχουν καταστραφεί για την απόδειξή της;;;
Κι’ όμως, πιστεύουμε ότι η ‘αγάπη’ είναι ευγενές συναίσθημα, ενώ το μίσος είναι πρωτόγονο…
Στην μάχη της επιβίωσης, δεν υπάρχουν πρωτόγονα και ευγενή συναισθήματα…
Υπάρχει μόνο ζωή ή θάνατος...
Μέλλον ή παρελθόν...
Τίποτε άλλο…
Η αγάπη και το μίσος δίνουν ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα στην αρένα της επιβίωσης…
Ζωή ή θάνατος…
Μέλλον ή παρελθόν…
Διαλέγεις και παίρνεις…
Απλά, σαν άνθρωποι μπορούμε να δεχτούμε πιο εύκολα το συναίσθημα της ‘αγάπης’…
Ίσως, γιατί στην αρχή του δεν μας πονάει τόσο πολύ…
Ίσως, γιατί δεν καταλαβαίνουμε πότε μας πονάει…
Ίσως, γιατί εμείς μεγαλώσαμε για να ‘αγαπάμε’…
Ενώ με το μίσος ξεκινάμε αντίστροφα…
Ο πόνος μας έρχεται αμέσως…
Με το χρόνο απαλύνει και χάνεται...
Όμως, πάντα θυμόμαστε αυτή την πρώτη επαφή μας μαζί του…
Πάντα θυμόμαστε τον πόνο που μας προκάλεσε…
Και το αποκηρύττουμε…
Και το διώχνουμε…
Όσο μπορούμε βέβαια…
Αγαπημένο τους χρώμα, το κόκκινο…
Το κόκκινο της φωτιάς…
Σαν τη φωτιά που καίει από τη δύναμη του συναισθήματος…

Αγαπάμε ή μισούμε περισσότερο;;;

(‘An Emotion’ by Cristi Benavides)

Στιγμές ύπνου...

Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2006


Είσαι στο κρεβάτι…
Φοράς τη νυχτικιά που αγοράσαμε μαζί…
Αυτή, με το μικρό αρκουδάκι μπροστά…
Στο γκρι της…
Το μάκρος της, λίγο παραπάνω από το γόνατο…
Αγκαλιάζει πολύ γλυκά το σώμα σου…
Έχεις γύρει στο πλάι και τα ξανθά σου μαλλιά πέφτουν με χάρη στο πρόσωπό σου…
‘Ηλιοκουρτίνα’ όπως λες συχνά…
Έχεις σκεπαστεί με το πάπλωμα που σου αρέσει…
Μέχρι το λαιμό…
Προσπαθείς να κοιμηθείς…
Νυστάζεις…
Μάλλον από το ξενύχτι μας…
Μάλλον από τις έντονες στιγμές μας…
Σε παρατηρώ συνεχώς…
Που και που ξυπνάς, ρίχνεις μια ματιά γύρω, βλέπεις ότι είμαι εκεί, χαμογελάς και ξανακλείνεις τα μάτια…
Το προσωπάκι σου ήρεμο…
Σαν μικρού παιδιού…
Μ’ αρέσει αυτή η ηρεμία…
Μου την μεταδίδεις…
Έρχομαι κοντά σου…
Ακούω την αναπνοή σου…
Μυρίζω το άρωμα του κορμιού σου…
Σε σκεπάζω στα μέρη που είσαι ξεσκέπαστη…
Ξυπνάς και με ρωτάς τι συμβαίνει…
‘Τίποτα μικρή μου. Απλά, σε σκεπάζω’ σου λέω γλυκά…
Σου χαϊδεύω τα μαλλιά και ξανακοιμάσαι…
Σου τρίβω την πλάτη…
Γουργουρίζεις σαν μικρό γατάκι…
Σ’ αρέσει πολύ…
Ηρεμείς…
Κοιμάσαι….
Περνάει η ώρα…
Εγώ εκεί, εκεί που με άφησες…
Στην άκρη του κρεβατιού να σε παρατηρώ…
Να νοιώθω την κάθε σου ανάσα…
Την κάθε κίνηση του κορμιού σου…
Να σε μαθαίνω από τον ύπνο σου…
Να σε προσέχω…
Να σου ψιθυρίζω ‘σ’ αγαπώ’, κι’ ας μην το ακούς…
Ή τουλάχιστον, έτσι νομίζω…
Γυρίζεις στο πλάι…
Η ανάσα σου γίνεται κοφτή…
Δεν ανοίγεις τα μάτια σου…
Η έκφραση του προσώπου σου αλλάζει…
Προφανώς, βλέπεις όνειρο…
Μουγκρητά ηδονής βγαίνουν από το λαιμό σου…
Μέσα στον ύπνο σου, ψιθυρίζεις τ’ όνομά μου…
Μου ζητάς να σου κάνω έρωτα…
Ξυπνάς απότομα…
Σηκώνεσαι…
Με βλέπεις δίπλα σου…
Με αγκαλιάζεις και με φιλάς παθιασμένα…
Νοιώθω το κορμί σου να πάλλεται από πόθο…
Και το δικό μου ακολουθεί…
Θέλεις να συνεχίσουμε το όνειρό σου από εκεί που το άφησες…
Δεν σου χαλάω χατίρι…

(‘Flaming June’ by Frederick Leighton)

Στην υγειά σου...

Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006


Καθόταν στο τραπέζι της δεξιάς γωνίας, απέναντι από την πόρτα…
Από την θέση αυτή είχε τον πλήρη έλεγχο του χώρου…
Του άρεσε να ελέγχει κάθε κίνηση που πραγματοποιούταν γύρω του…
Έτσι, πίστευε ότι είναι προετοιμασμένος για οτιδήποτε μπορούσε να του συμβεί…
Ο χώρος βέβαια, δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη φροντίδα για να τον εποπτεύεις…
Ένα μικρό καπηλειό, στην περιοχή των Εξαρχείων…
Οι θαμώνες του, φοιτητές στην πλειοψηφία τους…
Παρέες γελαστές και ζωηρές, το αντίθετο εντελώς από αυτόν…
Στα αριστερά του, βρισκόταν ένα υποτυπώδες πάλκο, με μία μικρή ορχήστρα…
Μία κιθάρα, ένα μπουζούκι και ένα ακορντεόν…
Τραγουδιστής, ο κύριος με το μπουζούκι…
Φωνή τραχιά, λαϊκή, ανθρώπινη…
Το ‘πρόγραμμα’ αντίστοιχο με λαϊκά, ρεμπέτικα, έντεχνα…
Οι παρέες τραγούδαγαν μαζί τους…
Το κέφι και η διάθεση για χορό δεδομένη, ιδιαίτερα μετά το πρώτο καραφάκι κρασί…
Κόκκινο, μπρούσκο…
Ότι πρέπει για να φτιάξεις κεφάλι…
Και αυτός ήδη είχε αρχίσει να ζαλίζεται…
Ένοιωθε την μουσική να κυλάει μέσα του, με γεωμετρική πρόοδο σε σχέση με την κατανάλωση του κρασιού…
Σιγοψιθύριζε κι’ αυτός μαζί με τις παρέες τα τραγούδια που ανέκαθεν κυλούσαν στο αίμα του, τα τραγούδια που είχαν γίνει ένα με τα γονίδιά του…
Σιγά – σιγά, οι παρέες σηκωνόντουσαν από τις καρέκλες τους και γέμιζαν το χώρο ανάμεσα στα τραπέζια…
Κάθε διάδρομος, γινόταν μία αυτοσχέδια πίστα…
Μία πίστα εκτόνωσης του κεφιού και της χαράς των παιδιών αυτών…
Μία πίστα εκτόνωσης του πόνου και της λύπης των παιδιών αυτών…
Ένοιωθε τα πόδια του να χορεύουν αυτόβουλα…
Λες και πρόσταζαν το υπόλοιπο σώμα να κινηθεί στους ρυθμούς των τραγουδιών…
Να κινηθεί στους ρυθμούς των σφυγμών του που ανέβαιναν σε κάθε πενιά του μπουζουκιού, σε κάθε ταξίμι παιγμένο από το μπουζούκι, σε κάθε ‘αχ’ του τραγουδιστή…
Περνούσε η ώρα…
Κυλούσε σαν το κρασί στο αίμα του…
Το τραπέζι δίπλα του, που ήταν άδειο, γέμισε από μία παρέα, αποτελούμενη από τρεις άντρες και μία κοπελιά…
Κοίταξε επισταμένως την παρέα αυτή…
Κάτι του κίνησε την περιέργεια…
Σε λίγο κατάλαβε τι…
‘Παράξενο.’ σκέφτηκε…
‘Τι ζητάει αυτή η κοπέλα ανάμεσά τους;’…
Η κοπέλα, του έδινε την εντύπωση ότι ήταν μαζί τους και την ίδια στιγμή να μην είναι…
Ήταν μία εντυπωσιακή γυναίκα, ντυμένη προκλητικά…
Μία γυναίκα που ήξερε πώς να εγείρει πόθους, να τρελαίνει τους άντρες…
Προσπάθησε να καταλάβει ποιος ήταν ο ρόλος των συνοδών της…
‘Μάλλον προστασία παρέχουν και πληρώνουν γι’ αυτή. Τους λυπάμαι. Τους ‘παίζει’ κανονικότατα.’ σκέφτηκε…
Και δεν είχε λάθος…
Παρήγγειλαν κρασί και φρούτα…
Έβαλαν στα ποτήρια τους, ευχήθηκαν και ήπιαν…
Και ξανά, και ξανά…
Η μουσική συνέχιζε στους ίδιους ρυθμούς…
Το βλέμμα του παρέμενε καρφωμένο στην κοπελιά…
Αυτή, το είχε καταλάβει…
Έπινε από το ποτήρι του και την κοιτούσε…
Έπινε από το ποτήρι της και τον κοιτούσε…
Τα μάτια τους συναντιόντουσαν συνέχεια…
Μόνο στο κλείσιμο των βλεφάρων τους έχαναν ο ένας τον άλλο…
Ένοιωσε ένα πρόσθετο κάψιμο μέσα του…
Ο τραγουδιστής πήρε το μπαγλαμά του στα χέρια του…
Ένα τσιφτετέλι απλώθηκε στην ατμόσφαιρα…
Η κοπέλα, σηκώθηκε από το τραπέζι, λικνίζοντας το κορμί της…
Τα μάτια του γέμισαν από το κορμί της…
Και από την ομορφιά της…
Βγήκε στην αυτοσχέδια πίστα ανάμεσα στα δύο τραπέζια…
Το δικό του και το δικό τους…
Χόρευε μπροστά του…
Και τον κοιτούσε…
Την έβλεπε και τον έβλεπε…
Σηκώθηκε από την καρέκλα του…
Πήγε δίπλα της…
Έβαλε τα χέρια του στη μέση της…
Έγινε ένα με τον ρυθμό της…
Τον οδηγούσε στο λίκνισμά της και αυτός ακολουθούσε…
Έσκυψε επάνω της και τις ψιθύρισε στο αυτί…
‘Δεν με νοιάζει πόσο επικίνδυνη γυναίκα είσαι. Λάθος μου, ίσως. Θα το πληρώσω, ίσως. Το μόνο που με νοιάζει τώρα, είναι πόσο πολύ ήθελα να έρθω κοντά σου. Το μόνο που με νοιάζει τώρα, είναι πόσο πολύ ήθελα να σου πω ότι με έχεις τρελάνει. Και σ’ ευχαριστώ.’…
Η κοπέλα γέλασε…
Τώρα, έγειρε αυτή στο αυτί του και του ψιθύρισε…
‘Δεν με νοιάζει τι είδους άντρας είσαι. Δεν φοβάμαι εσένα. Εμένα φοβάμαι. Το μόνο που ήθελα, ήταν να δω τα μάτια σου να καίνε για μένα. Το μόνο που ήθελα ήταν να δω το κορμί σου να σύρεται από εμένα. Σ’ ευχαριστώ.’…
Το τραγούδι τελείωσε…
Η αταίριαστη παρέα ετοιμάστηκε να φύγει…
Για τελευταία φορά, οι ματιές τους συναντήθηκαν την ώρα που η κοπέλα βγήκε από την πόρτα του μαγαζιού…
Παρήγγειλε ένα ακόμη καραφάκι κρασί…
‘Στην υγεία σου κοπελιά μου.’ είπε από μέσα του…
‘Στην υγειά σου’…

(‘Portrait of a Man drinking’ by Annibale Carracci)

Στο Χάραμα...

Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006


Η Κα Λίτσα Διαμάντη θα τραγουδάει:
‘Νύχτα στάσου,
Νύχτα στάσου μια στιγμή...’


Η Κα Πίτσα Παπαδοπούλου θα τραγουδάει:
‘Που πάει η αγάπη όταν φεύγει,
Γίνεται σύννεφο ή πεθαίνει…’


Η Κα Λένα Αλκαίου θα τραγουδάει:
‘Εκεί που όλα είχαν χαθεί,
Είσαι για μένα η στροφή…’


Και ‘συ θα γέρνεις στον ώμο μου και θα τα ψιθυρίζεις στο αυτί μου…
Και εκεί, θα μας βρει το Χάραμα

(‘Jazz City II’ by Unknown Artist)

Ο χρόνος μου...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006


Η ζωή μου καταδυναστεύεται από τον χρόνο…
Από το έτος, τον μήνα, την ημέρα, την ώρα, το λεπτό, το δευτερόλεπτο…
Οτιδήποτε κάνω, έχει αρχή και τέλος την πλήρωση του χρόνου…
Του χρόνου μου…
Της κλεψύδρας μου…
Όλα μέσα σε προθεσμίες…
Όλα για τις προθεσμίες…
Τα πάντα γίνονται για να μπορέσω να εξασφαλίσω την ‘κατάλληλη στιγμή’…
Να συντονιστώ χρονικά με το γεγονός…
Να είμαι στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή…
Αλληλουχία χρονικών στιγμών, τέλεια συντονισμένων στο προσωπικό μου πεπρωμένο…
Και μετά το πέρας του χρόνου μου, δεν υπάρχω…
Ή, κατά μία άλλη ευνοϊκότερη έννοια, περνάω στην αιωνιότητα…
Δηλαδή, ακόμη και ο θάνατός μου, ορίζεται από τον χρόνο…
Έστω κι’ αν η αιωνιότητα περιέχει άπειρη ποσότητα από αυτόν…
Ακόμη κι’ όταν τεμπελιάζω, ο χρόνος ορίζει την ψυχολογία μου γιατί ‘δεν περνάει και βαριέμαι’…
Δεν υπάρχει λυτρωμός…
Δεν υπάρχει διέξοδος…
Και μάλιστα, πρέπει να τελειώσω αυτό το κείμενο, γιατί αύριο έχω να παραδώσω εργασία και ο χρόνος μου είναι λίγος…

(‘The Persistence of Memory’ by Salvador Dali)

Ερωτικές ανησυχίες...

Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006


Ξεντύθηκε…
Έμεινε μόνο με το εσώρουχό της…
Έβαλε μία κοντομάνικη μπλούζα που βρήκε στο συρτάρι…
Πήρε τα τσιγάρα της…
Έβαλε ένα ουίσκι…
Ξάπλωσε στον καναπέ της…
Άναψε ένα τσιγάρο, ήπιε μια γουλιά ποτό και αφουγκράστηκε τους ήχους που ερχόντουσαν απ’ έξω…
Έκλεισε τα μάτια και ρούφηξε ακόμη μία τζούρα…
Από το πρωί είχε μία παράξενη διάθεση για ‘παιχνίδια’…
Ιδιαίτερα παιχνίδια…
Είχαν περάσει ήδη 3 μήνες που δεν είχε βρεθεί ερωτικά με κάποιον άντρα…
Η ιδέα ενός αντρικού κορμιού επάνω της την ερέθισε περισσότερο…
Η ρουφηξιά στο τσιγάρο έγινε μεγαλύτερη…
Φύσηξε τον καπνό σηκώνοντας το κεφάλι…
Αμέσως τον ρούφηξε πίσω, πριν διαλυθεί στην ατμόσφαιρα…
Πήρε το ποτήρι και ήπιε…
Το ξανάφησε στο τραπέζι…
Ένοιωθε μια τρομερή επιθυμία να οδηγήσει το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της…
Αντιστάθηκε…
Δεν το είχε κάνει ποτέ μέχρι τώρα…
Τώρα θα το έκανε;;;
Ποτέ δεν είχε βρεθεί σε αντίστοιχη θέση…
Θέλεις γιατί ποτέ δεν είχε μείνει τόσο καιρό χωρίς σχέση, θέλεις γιατί το sex δεν ήταν ποτέ πρωταρχικός της σκοπός;;;
Δεν ήξερε να απαντήσει…
Τώρα όμως, ένοιωθε το κάψιμο ανάμεσα στα πόδια της, περισσότερο από κάθε άλλη φορά…
Άναψε κι’ άλλο τσιγάρο…
Ο καπνός μέσα της την ηρέμησε λίγο…
Αυτός όμως, μόνο όσο διαρκούσε η εισπνοή…
Μετά την εκπνοή, το ίδιο μαρτύριο…
Ήπιε μια γουλιά ουίσκι…
Γέμισε το στόμα της με το υγρό ποτό…
Συνειρμικά οδηγήθηκε σε άλλες μεθόδους πλήρωσης της στοματικής της κοιλότητας…
Ήπιε κι’ άλλο…
Ένωσε τα πόδια της…
Έσφιξε το κορμί της…
Τεντώθηκε…
Το κορμί σε πλήρη έκταση…
Πέταξε το τσιγάρο στο πάτωμα…
Ήθελε τα χέρια της ελεύθερα…
Συνέχισε να σφίγγει το κορμί της περισσότερο…
Ήθελε να βάλει το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της…
Και μόνο η σκέψη της κίνησης την ερέθιζε…
Όλο και πιο πολύ…
Την ερέθιζε…
Όλο και πιο πολύ…
Ένοιωθε το στήθος της να φουσκώνει…
Της πίεζε την μπλούζα…
Τόλμησε να περάσει τα δάχτυλά της από επάνω του…
Δύο εξογκώματα την έκαναν να ριγήσει από ηδονή όταν τα ακούμπησε…
Μικρές κραυγές ηδονής ξεχύθηκαν από τον λαιμό της, όταν κατέβαζε αργά το χέρι της στην κοιλιά της…
Πίεσε το σώμα της κι’ άλλο…
Ήθελε να πλημμυρίσει από ηδονή κάθε σπιθαμή του κορμιού της…
Το κατάφερε…
Φώναξε…
Όπως δεν είχε ξαναφωνάξει ποτέ…
Ένοιωσε όπως δεν είχε ξανανιώσει ποτέ…
Έμεινε όπως ήταν…
Την πήρε ο ύπνος εξαντλημένη από την προσπάθεια…
Ξύπνησε το επόμενο πρωινό…
Σηκώθηκε, έκανε ένα μπάνιο, ντύθηκε και έφυγε για το γραφείο…
Στο δρόμο ένοιωθε τα βλέμματα των αντρών επάνω της…
Δεν της φάνηκε παράξενο…
Και η ίδια ένοιωθε διαφορετικά…
Ένοιωθε το πάθος της να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της…

Εγώ, απλά γράφω...

Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006


Πάντα πρέπει να είχα μέσα μου, την ανάγκη να γράψω…
Πάντα πρέπει να είχα μέσα μου, την πολυτέλεια να σκέφτομαι ιστορίες ανθρώπων και να τις πλάθω στα μέτρα και στα σταθμά τα δικά μου…
Θέλεις γιατί κινηματογραφόφιλος από παιδί κατέγραφα στο υποσυνείδητό μου κάθε σκηνή και χαρακτήρα που έβλεπα…
Θέλεις γιατί κυλούσε στο αίμα μου το ελληνικό τραγούδι και οι ιστορίες που αυτό εξιστορούσε…
Θέλεις γιατί παρατηρούσα τα πάντα γύρω μου με μία διάθεση περιέργειας και σχολιασμού…
Θέλεις γιατί είχα ένα τόνο σνομπισμού και υπεροψίας για όλους τους γύρω μου…
Δεν ξέρω…
Αυτό που ξέρω είναι ότι κατάφερα στα 37 μου χρόνια να μπορώ να περάσω ‘στο χαρτί’ τις σκέψεις και τις εμμονές μου…
Και δεν έχω λίγες…
Υπήρχαν εκεί…
Μου τριβέλιζαν το μυαλό και έψαχναν την κατάλληλη στιγμή να βγουν…
Να απλωθούν και να γεμίσουν την σκέψη και το χαρτί μου…
Ίσως να έψαχναν την κατάλληλη συναισθηματική φόρτιση…
Ίσως να περίμενα το αστεράκι μου
Μπορεί…
Πρέπει να της αποδώσω τα εύσημα, γιατί με βοήθησε να καταλάβω τον εαυτό μου, με βοήθησε να καταλάβω γιατί η γη γυρίζει γύρω μου, έτσι όπως γυρίζει, γιατί αγαπάω τόσο πολύ τις γυναίκες…
Πρέπει να της αποδώσω τα εύσημα, γιατί με ανέχεται ώρες ατελείωτες στις συνομιλίες μας, στους καυγάδες μας, στα ‘δύσκολά’ μας…
Πάνω απ’ όλα, πρέπει να της δώσω τα εύσημα γιατί πίστεψε σε μένα…
Και δεν είμαι εύκολος άνθρωπος…
Μάλλον το αντίθετο…
Αλλά αυτό, δεν το λέμε πιο έξω…
Κατά καιρούς, ασχολήθηκα με τον εαυτό μου…
Είπα τα στραβά του και τα καλά του…
Ανοίχτηκα και εκτέθηκα…
Ίσως να με ενοχλούσε τότε…
Όμως, δεν με ενοχλεί τώρα…
Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα…
Είμαι ένας άνθρωπος με πάθη και πόθους…
Προσωπικά μου στοιχεία και δεδομένα περνάνε μέσα από τις ιστορίες μου…
Βασικά, είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος μέσα σε τόσους άλλους…
Είμαι ένας Γιώργος, μεταξύ πολλών συνονόματων…
Αντ' εμού, θα αφήσω να μιλήσουν οι λέξεις, οι προτάσεις, οι παράγραφοι…
Αυτές, μπορούν να τα πουν καλύτερα…
Αυτές, ξέρουν καλύτερα…
Εγώ δεν είμαι τίποτα μπροστά τους…
Εγώ, απλά γράφω…

(Ταλαντεύτηκα πως θα ονομάτιζα το συγκεκριμένο post. Ήμουν ανάμεσα σε δύο τίτλους. Ο ένας, είναι αυτός που τελικά καθορίζει το συγκεκριμένο κείμενο. Ο άλλος, είναι αυτός που ίσως καθορίσει μία άλλη μου περιπλάνηση. Ο άλλος τίτλος είναι: ‘Αντί προλόγου’)

(‘Portrait of A Man’ by Tamara de Lempicka)

'Αγγελος...

Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2006


Μην προσπαθείς να μου βάλεις ψεύτικα φτερά…
Δεν θα μάθω ποτέ να πετάω…
Μην προσπαθείς να με βοηθήσεις στο πέταγμα…
Δεν θα μάθω ποτέ να φοβάμαι…
Μην προσπαθείς να με ανεβάσεις ψηλά…
Δεν θα μάθω ποτέ να μαθαίνω να πέφτω…
Δείχνε μου μόνο τα μάτια σου…
Για να μπορώ να διακρίνω την προσδοκία σου…
Δείχνε μου μόνο τα μάτια σου…
Για να μπορώ να διακρίνω την εμπιστοσύνη σου…
Δείχνε μου μόνο τα μάτια σου…
Για να μπορώ να διακρίνω την λύτρωσή μου…

(‘Angel’ by Anatoli Melechko)

Κενό χθες...

Κυριακή, Νοεμβρίου 19, 2006

Άνοιγε την καρδιά της και σπάραζε…
Μιλούσε και πονούσε...
Ένοιωθες την πίκρα της...
Ζούσες τον χαμό της...
Ζούσες την ζωή της και πονούσες και ‘συ...
Σίγουρα είχε ένα ιδιαίτερο τρόπο να στο μεταδίδει…
Έμφυτος ή επίκτητος;;;
Μάλλον επίκτητος...
Μετά από τόσο δράμα ζωής, μαθαίνεις να το περιγράφεις έτσι ακριβώς όπως το έζησες...
Σαν ένα δράμα που σε έχει στιγματίσει...
Σαν ένα δράμα που το έχεις βιώσει και δεν αντέχεις άλλο να το βιώνεις…
Σαν ένα παράλληλο εαυτό σου…
Κομμάτι δικό σου και της ζωής σου…
Για να μην πούμε η ίδια η ζωή σου…
Σε πνίγει και σε βυθίζει...
Τα χέρια στο λαιμό δικά σου...
Τα δικά σου χέρια…
Η θάλασσα που βυθίζεσαι δική σου...
Το μυαλό σου, η υπόστασή σου…
Αμφιβάλλεις για σένα και για το τι είσαι…
Και γι’ αυτό ο γλυτωμός δύσκολος…
Γλυτωμός…
Σου ακούγεται δύσκολη, ακατόρθωτη πράξη…
Σκέψεις ανάκατες, συμπληρωματικές, αυτούσιες…
Όλες μαζί και η κάθε μία χωριστά…
Πέρναγε από το ένα θέμα στο άλλο, χωρίς λογική συνέχεια για σένα που άκουγες…
Εξιστορούσε τα γεγονότα, βάσει των συναισθηματικών δεδομένων και ερεθισμάτων…
Μόρφαζε τις στιγμές του πόνου, γελούσε τις στιγμές της χαράς…
Σαν ένας πρωταγωνιστής σε θεατρική παράσταση…
Μία βιωματική παράσταση…
Μονόπρακτο…
Σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής η ίδια…
Πρόσεχε την κάθε κουβέντα που έλεγε…
Όχι γιατί ήθελε να την διατυπώσει σωστά…
Ήθελε να δώσει το νόημα του πόνου σωστά…
Ήθελε να σε κάνει κοινωνό του δράματος σωστά...
Τίμια και συνειδητά…
Για να μην γυρίσεις να πεις ότι ‘παίζει’ με σένα…
Για να μην αισθανθείς, ούτε μία στιγμή, ότι αυτό που σου λέει δεν είναι αλήθεια…
Έκλαιγε και φώναζε…
Εκλιπαρούσε…
Όχι για λύπηση…
Για κατανόηση και επιβεβαίωση…
Των αισθημάτων και των στιγμών της…
Της ζωής της…
Ζητούσε κάθαρση…
Ζητούσε έναν ‘από μηχανής θεό’ να μπορέσει να σώσει ‘την παρτίδα’ της ζωής της…
Και ‘σκότωνε’ τον εαυτό της κάθε φορά για να το πετύχει…
Δεν κρατούσε τίποτα για την ίδια…
Όλα τα έδινε, όλα τα παραχωρούσε…
Για ένα καινούργιο ξεκίνημα…
Για ένα καινούργιο αύριο…
Για να μπορέσει να έχει ένα κενό χθες…

(‘The Woman’ by Rabi Khan)

Οι τρεις τους...

Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2006


Ξημέρωσε Σάββατο…
Σηκώθηκε πρωί, πλύθηκε, έβαλε τα πρόχειρα ρούχα που είχε για δουλειές, έφτιαξε ένα καφέ στα γρήγορα, έκανε ένα τσιγάρο, επίσης στα γρήγορα, και ξεκίνησε να κάνει δουλειές…
Έβαλε και ραδιόφωνο…
Δουλειές μετά μουσικής…
Το καλύτερό της…
Το είχε αποφασίσει από καιρό, αλλά το ανέβαλε, επίσης, από πολύ καιρό…
Τώρα τελευταία, εύρισκε εύκολα δικαιολογίες να αναβάλλει δουλειές, συζητήσεις…
Δεν έπαιρνε άλλο όμως…
Το σπίτι έμοιαζε βομβαρδισμένο και δεν μπορούσε να ζει άλλο εκεί μέσα, στην κατάσταση που ήταν…
Ήθελε ο χώρος της να ήταν καθαρός και συμμαζεμένος…
Τουλάχιστον αυτός…
Ξεκίνησε με τα μπαλκόνια, αέρισε τα σκεπάσματά της, ξεσκόνισε, σκούπισε, σφουγγάρισε…
Κάπου-κάπου, έκανε και ένα διάλλειμα για τσιγάρο και για μια γουλιά καφέ…
Η ώρα περνούσε…
Έπιασε να φτιάχνει τις στοίβες με τα περιοδικά, τις εφημερίδες και τους λογαριασμούς…
Βρήκε μία τσάντα χωμένη ανάμεσα σε περιοδικά…
Μία τσάντα με φωτογραφίες…
Διερωτήθηκε από πότε τις έχει εκεί μέσα…
Τις πήρε, κάθισε στο τραπέζι, πήρε τον καφέ και τα τσιγάρα της…
Ευκαιρία να κάνει ένα ακόμη διάλλειμα…
Ξεκίνησε να κοιτάει τις φωτογραφίες, αφού πρώτα είχε ανάψει το τσιγάρο της…
Ήταν από εκείνη την εκδρομή που είχαν πάει, όλη η παρέα, στην Αράχοβα…
Φωτογραφίες ανεμελιάς και ξενοιασιάς…
Είδε εκείνη που ήταν με την Αφροδίτη και πετούσε η μία στην άλλη χιονόμπαλες…
Και εκείνη που ήταν ο Δημήτρης, το αγόρι της, που έφτιαχνε ένα χιονάνθρωπο, μέσα στο κακό του το χάλι…
Κι’ άλλες, κι’ άλλες…
Και εκείνη…
Που ήταν αυτή, ο Δημήτρης και ο Ορέστης…
Το τρίο…
Και στη φωτογραφία και στη ζωή…
Διερωτήθηκε που ήταν ο Ορέστης και δεν της είχε τηλεφωνήσει από το πρωί…
Είχε ξεχαστεί με τις δουλειές και δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα…
Ξανακοίταξε την φωτογραφία…
Οι τρεις τους…
Από εδώ ο ‘άντρας μου’, από εκεί το ‘αίσθημά μου’…
Αυτή στη μέση, οι άντρες της δεξιά και αριστερά…
Αγκαλιασμένοι…
Ένα παράξενο δέσιμο…
Ο παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο…
Ο Δημήτρης της…
Ήταν αισθηματίας, γλυκός, τρυφερός…
Τις φερόταν καλά, την αγαπούσε…
Την προστάτευε, την έκανε να νοιώθει σιγουριά…
Ο Δημήτρης της πρόσφερε μέλλον…
Της πρόσφερε σπίτι, οικογένεια…
Της τα πρόσφερε ως δεδομένο…
Ήταν και είναι το δεδομένο της…
Από την άλλη ο Ορέστης…
Της;;;
Δεν ήξερε…
Κανένας και καμιά δεν ήξερε αν ποτέ ο Ορέστης θα είχε κάποια να τον προσφωνεί με κτητική αντωνυμία ή αν ποτέ ο Ορέστης δεχόταν να γίνει κτήμα κάποιας…
Ελεύθερος σκοπευτής…
Αυτό ήταν…
Αυτό τραβούσε τις γυναίκες γύρω του σαν μαγνήτης…
Αυτό τράβηξε και εκείνη κοντά του…
Ήξερε για την σχέση της με τον Δημήτρη…
Ήξερε ότι ποτέ δεν θα άφηνε αυτή τον Δημήτρη για τον Ορέστη…
Όροι δεδομένοι και απαράβατοι…
Όμως, ο Ορέστης την έκανε να νοιώθει γυναίκα, την έκανε να νοιώθει θηλυκό…
Και αυτό ζητούσε από εκείνον…
Τίποτε άλλο…
Ζητούσε να γευτεί την γλύκα της φύσης της…
Αυτή που ποτέ δεν είχε γευτεί…
Της έκαιγε το κορμί το χάδι του…
Όταν τις χάιδευε το λαιμό, το στήθος, την κοιλιά…
Όταν έμπαινε μέσα της και την έκανε δική του…
Δική του μόνο στο κορμί…
Όχι στο μυαλό…
Όχι στην ψυχή…
Το είχε ξεκαθαρίσει μέσα της…
Ο Ορέστης είχε μόνο το κορμί της…
Και τίποτε άλλο…
Ψυχρά και σκληρά…
Τίποτε άλλο…
Ο Ορέστης αντιπροσώπευε την παρένθεση…
Η πρόταση και το κείμενο ήταν ο Δημήτρης…
Έτσι τα είχε στο μυαλό της…
Έτσι τα είχε στη ζωή της…
Έτσι ήταν και στη φωτογραφία…
Όλοι μαζί και ο καθένας να ορίζει τη ζωή του και τις σχέσεις του με τον άλλο…
Δεν είχε μέλλον με τον Ορέστη…
Είχε μόνο παρόν…
Μόνο…
Ήπιε μια γουλιά καφέ…
Άναψε κι’ άλλο τσιγάρο…
Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του Δημήτρη…
Ήταν μαζί με τον Ορέστη…
Κανόνιζαν για το βράδυ…
Ο Ορέστης θα έφερνε και μία καινούργια κοπέλα μαζί του…
Χαιρετήθηκαν και συμφώνησαν να τα πούνε αργότερα…
Έφτασε μήνυμα στο κινητό της…
Ήταν από τον Ορέστη…
Της έλεγε ότι θα περάσει σε καμιά ώρα από εκεί…
Άναψε θερμοσίφωνα για να κάνει μπάνιο…

(‘Lady with Fan’ by Gustav Klimt)

Χαρισμένο...

Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

Ανεμολόγιο

Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε
είμαστε λέει το παρατράγουδο στα ωραία άσματα
και επιτέλους σκασμός οι ρήτορες πολύ μιλήσαμε
στο εξής θα παίζουμε σ' αυτό το θίασο μόνο ως φαντάσματα

Κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε
άλλαξαν λέει τ' ανεμολόγια και οι ορίζοντες
μας κάνουν χάρη που μας ανέχονται και που γελάσαμε
τώρα δημόσια θα έχουν μικρόφωνο μόνο οι γνωρίζοντες

Βγήκαν δελτία και επισήμως ανακοινώθηκε
είμαστε λάθος μες το κεφάλαιο του λάθος λήμματος
ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε
κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος

Δήλωσε η τσούλα η ιστορία ότι γεράσαμε
τις εμμονές μας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα
όνειρα ξένα ράκη αλλότρια ζητωκραυγάσαμε
και τώρα εισπράττουμε απ' την εξέδρα μας βροχή δεκάρικα

Ξέσκισε η πόρνη η ιστορία αρχαία οράματα
τώρα για σέρβις μας ξαποστέλνει και για χαμόμηλο
την παρθενιά της επανορθώσαμε σφιχτά με ράμματα
την κουβαλήσαμε και μας κουβάλησε στον ανεμόμυλο

Χαρισμένο στους ανθρώπους, που βίωσαν την ‘ιδεολογία’ και δεν την έκαναν καραμέλα στα χείλη, για να μπορούν να εντυπωσιάσουν ή να ‘ρίξουν’ γυναίκα…
Χαρισμένο στους ανθρώπους, που η ζωή τους έκανε μάρτυρες…
Χαρισμένο στους ανθρώπους, που πάλεψαν για ένα διαφορετικό μέλλον, πετυχαίνοντας ή όχι…
Χαρισμένο στους ανθρώπους, που πιστεύουν ότι η Ιστορία μπορεί να είναι τσούλα, αλλά πάλεψαν να γραφτούν στα κουρέλια της…
Χαρισμένο απλά…
Στους Ανθρώπους…

(στίχοι: Κώστας Τριπολίτης)

Συνείδηση...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2006


- Εγώ δεν δαγκώνω, μόνο γαβγίζω…
- Και ποιος σου είπε ότι είναι καλύτερο;;;
- Είσαι κακός…
- Έμαθα να επιβιώνω…
- Και πως το κατάφερες αυτό;;;
- Αποφεύγω τις κακοτοπιές…
- Λακίζεις;;;
- Προσέχω…
- Δειλός;;;
- Αμάθητος…
- Και η συνείδησή σου τι λέει;;;
- Είναι ήρεμη και κοιμάται. Λες να την πειράζει;;;
- Όχι…
- Αυτό λέω και ‘γω…
- Εγώ δεν είμαι έτσι…
- Από τη στιγμή που δεν δαγκώνεις, και ‘συ έτσι είσαι. Μία ήρεμη και κοιμισμένη συνείδηση…

(‘Guardians of the Secret’ by Jackson Pollock)

Μύθοι ψυχής...

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006


Κοίταξε το ρολόι της…
Είχε πάει ήδη 14.30…
Θα έφευγε σε μία ώρα…
Πάει και η σημερινή μέρα, σκέφτηκε…
Όπως και κάθε μέρα εργάσιμη…
Στην υπηρεσία της, τόσα χρόνια, η ίδια κατάσταση…
Ο χρόνος πέρναγε, ήρεμα κι απλά…
Τελικός στόχος η συνταξιοδότηση…
‘Εμείς γι’ αλλού κινήσαμε, αλλού η ζωή μας πάει’ σιγοτραγούδησε…
Σηκώθηκε από την καρέκλα της και κατευθύνθηκε στο παράθυρο που βρισκόταν πίσω της…
Ευτυχώς που υπήρχε και αυτό το παράθυρο και έβλεπε και λίγο έξω…
Έβλεπε φως φυσικό…
Τουλάχιστον…
Το παράθυρο έβλεπε τον ακάλυπτο…
Τον ίδιο ακάλυπτο που μοιραζόντουσαν άλλα δύο κτίρια…
Μία πολυκατοικία και ένα κτίριο γραφείων μιας πολυεθνικής εταιρείας…
Επικέντρωσε το βλέμμα της στο κτίριο γραφείων…
Αναμφίβολα, είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ ότι η πολυκατοικία…
Άνθρωποι, πήγαιναν και ερχόντουσαν στους διαδρόμους του…
Άνθρωποι που έδιναν ζωή σε κείνο το άψυχο κατασκεύασμα…
Άνθρωποι με αντίστοιχες ζωές με τη δική της…
Καθόταν, πολλές φορές, και προσπαθούσε να φανταστεί τις ιστορίες του καθενός…
Προσπαθούσε από την όψη τους, από το βλέμμα τους, από το βάδισμά τους να φανταστεί τις ζωές τους…
Να πλάσει ιστορίες και μύθους για τον καθένα…
Πολλές φορές, τις κατέγραφε αυτές τις ιστορίες, αυτές τις ζωές…
Προσπαθούσε να τις κάνει ενδιαφέρουσες…
Προσπαθούσε να τους δώσει στοιχεία που έλλειπαν από τη δική της ζωή, για να αποκτήσει ενδιαφέρον και η δική της ζωή…
Ζούσε μέσα από τις ζωές των άλλων…
Από τις ζωές που δημιουργούσε στην φαντασία της…
Έκλεβε ζωές για να μπορεί να έχει περίσσευμα από τη δική της…
Και να!!!
Απέναντι, είδε κάτι ενδιαφέρον…
Ήταν ένας κύριος, καλοντυμένος, κουστουμαρισμένος, με ένα κινητό στο χέρι…
Μιλούσε και κινιόταν…
Σαν να χόρευε…
Αμέσως, το μυαλό της βρήκε μία ‘πιπεράτη’ ιστορία για τη συγκεκριμένη σκηνή…
‘Σίγουρα’, σκέφτηκε, ‘μιλάει με την ερωμένη του’…
‘Φαίνεται από το βλέμμα του. Δεν μπορεί να είναι επαγγελματικό αυτό το τηλέφωνο. Έχει γλυκάνει όλη του η έκφραση. Ούτε από τη γυναίκα του. Αυτή θα την ξεπέταγε στα γρήγορα. Δεν ξέρω εγώ; Είναι σίγουρα ‘παράνομο’ τηλεφώνημα. Από την άλλη, κινείται χορευτικά. Χορεύει τον έρωτά του και το δείχνει. Χαίρεται.’ συνέχισε την σκέψη της…
Οι πιθανότητες να ήταν έτσι τα πράγματα, ήταν μισές - μισές…
Το ήξερε, αλλά δεν την ενοχλούσε…
Εξάλλου, σε κάθε ιστορία υπάρχει μία μυθοπλασία, ένα στοιχείο εντυπωσιασμού…
Κάθισε στον υπολογιστή της…
Θα το έκανε post στο προσωπικό της blog…
Κάθισε και ξεκίνησε να γράφει…
Της έβγαινε καλό το κείμενο…
Το εμπλούτισε με στοιχεία από τη δική της ζωή…
Το εμπλούτισε με στοιχεία από τον τρόπο που θα ήθελε να της κάνουν έρωτα…
Το εμπλούτισε με την ίδια…
Με την ίδια μιλούσε στην άλλη άκρη της γραμμής, εκείνος ο καλοντυμένος κύριος…
Με την ίδια μιλούσε, χόρευε και έκανε έρωτα αυτός ο κύριος…
Δεν του έδωσε όνομα…
Ήθελε ανωνυμία, ήθελε μυστήριο…
Ήθελε μύθο…
Χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου της…
Τραντάχτηκε…
Το έπιασε με λαχτάρα…
Ήταν ο άντρας της…
Θα αργούσε να σχολάσει και έπρεπε αυτή να περάσει να πάρει τα μικρά από την πεθερά της…
Του είπε ότι δεν θα αργούσε να φύγει…
Σε μισή ώρα…
Ξαναγύρισε στο μύθο της, έστω και για μισή ώρα…

(‘Soil & Soul’ by Rabi Khan)

Λανθάνον σκηνικό...

Τρίτη, Νοεμβρίου 14, 2006


Είμαι μόνος…
Το σπίτι άδειο…
Εσύ πουθενά…
Φωνάζω το όνομά σου…
Η ηχώ της φωνής μου, χτυπάει στους τοίχους, στα τζάμια, στα έπιπλα…
Γυρίζει πίσω σε μένα…
Με χτυπάει με δύναμη…
Δεν ξέρω αν πονά περισσότερο το χτύπημα ή η απουσία σου...
Μου έλεγες ότι πρέπει να την συνηθίσω…
Μου έλεγες ότι δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά…
Φωνάζω δυνατότερα το όνομά σου…
Για να πάρω μεγαλύτερο πόνο από το χτύπημα του αντίλαλου…
Πλημμυρίζουν τ’ αυτιά μου και το μυαλό μου από το όνομά σου…
Χαίρονται που πονάνε για σένα, έχοντας το όνομά σου εισβολέα μέσα τους…
Ερμηνεύω τις σκέψεις μου και σε όλες βρίσκεσαι εσύ…
Ψεκάζω το χώρο με το άρωμα που σου αρέσει…
Δημιουργώ τεχνητές αναπνοές από την μυρωδιά σου…
Η ακοή μου, έχει εσένα…
Η όσφρησή μου, έχει εσένα…
Κλείνω τα μάτια, για να κοροϊδέψω την όραση…
Σφίγγω τα χέρια, για να παραπλανήσω την αφή…
Την γεύση δεν μπορώ να την κοροϊδέψω, δυστυχώς…
Θέλει απτές αισθητήριες κενώσεις…
Το λανθάνον σκηνικό της παρουσίας σου, παραμένει λανθάνον…
Καλύτερα, σκέφτομαι…
Έτσι, μου λείπεις περισσότερο…
Έτσι, σε χρειάζομαι περισσότερο…

(‘Echo’ by T. C. Jackson)

Πύρρειος νίκη...

Δευτέρα, Νοεμβρίου 13, 2006


Το σούρουπο έριχνε το κόκκινο φως του παντού…
Σήμερα είχε μία παράξενη απόχρωση αυτό το κόκκινο…
Λες και είχες σκοτώσει δέκα παρθένες κοπέλες και το αίμα τους, καυτό και κατακόκκινο, έρεε παντού…
Τέτοιο κόκκινο έβλεπαν τα μάτια της…
Σίγουρα, σε κάποιο χωριό, θα υπήρχε μία παλιά παράδοση, ένας αρχαίος μύθος γι’ αυτό το κόκκινο…
Της άρεσαν οι μύθοι…
Εξηγούσαν με απλές λέξεις τις παραξενιές της φύσης…
Όμως σήμερα, αυτό το απόγευμα, δεν ήταν για να ακούσει μύθους…
Ήδη είχε περάσει δύο ολόκληρες ώρες μέσα στο νοικιασμένο αυτοκίνητο…
Το οποίο το είχε παρκάρει σε μικρή απόσταση από το σπίτι εκείνης, της άλλης, της παράλληλης σχέσης του άντρα της, της γκόμενάς του…
Όπως και να την έλεγε, το νόημα δεν άλλαζε…
Ο άντρας της είχε παράλληλη σχέση, ‘έβλεπε’ μία άλλη γυναίκα…
Και σήμερα, αυτό το απόγευμα, ήξερε ότι ήταν εκεί μαζί της…
Κοίταξε το ρολόι της…
Σε λίγο, αυτός έπρεπε να βγει από εκείνο το σπίτι…
Το ήξερε γιατί είχαν δώσει randez-vous να τηλεφωνηθούν για να κανονίσουν να βρεθούν έξω για φαϊ…
Δεν άργησε να εμφανιστεί…
Βγήκε προσεκτικά από την εξώπορτα, κοίταξε δεξιά & αριστερά, και προχώρησε γρήγορα - γρήγορα προς το αυτοκίνητό του…
Αυτή, τον έβλεπε όλη αυτή την ώρα…
Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρος, ξεπάρκαρε και έφυγε…
Δεν άργησε να χτυπήσει το κινητό της…
‘Έλα κορίτσι μου, που είσαι; Τώρα τελείωσα το σεμινάριο και σε πήρα αμέσως τηλέφωνο. Είσαι καλά;’ την ρώτησε όλο γλύκα…
‘Καλώς τον. Στο δρόμο είμαι. Χαζεύω βιτρίνες. Τι θα κάνουμε; Θα πάμε για φαϊ;’ αποκρίθηκε αυτή ατάραχη…
‘Βεβαίως. Χαλάω εγώ χατίρι στο γυναικάκι μου;’…
‘Ωραία. Και έχω μια πείνα. Θα πάμε Ιταλικό; Σε πόση ώρα θα βρεθούμε; Έχω να κάνω μια δουλειά πρώτα.’…
‘Ωραία. Κι εγώ θέλω λίγο δρόμο. Να πούμε σε καμιά ώρα, στο γνωστό μέρος;’…
‘Οκ. Τα λέμε σε μία ώρα.’…
‘Φιλιά. Σε μία ώρα.’…
Έκλεισε το τηλέφωνο…
Της έφτανε η μία ώρα γι’ αυτό που ήθελε να κάνει…
Κατέβηκε από το αυτοκίνητο…
Κατευθύνθηκε προς το σπίτι της ερωμένης του άντρα της…
Ήταν ήρεμη…
Χτύπησε το κουδούνι…
Μία γυναικεία φωνή ακούστηκε:
‘Ποιος είναι;’…
‘Η γυναίκα του άντρα που έφυγε πριν από λίγο από το σπίτι σου. Τα ξέρω όλα. Άνοιξέ μου. Θέλω να μιλήσουμε. Αν δεν ανοίξεις, θα κάνω φασαρία.’…
Μία παύση απλώθηκε στην ατμόσφαιρα…
Μετά από λίγο, ακούστηκε ένας ηλεκτρικός ήχος και η πόρτα άνοιξε…
Ανέβηκε τα σκαλιά…
Μία πόρτα στο βάθος του διαδρόμου ξεκλείδωσε…
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, μπήκε στο σπίτι…
Η μυρωδιά του άντρα της ήταν διάχυτη παντού…
Αυτό την εκνεύρισε περισσότερο…
Έτσι μύριζε και το δικό της σπίτι, όταν, ανύπαντροι ακόμη, βρισκόντουσαν και πέρναγαν ώρες μαζί…
Κοίταξε μία γύρα το χώρο όλο…
Απλός…
Χωρίς πολλά έπιπλα…
Ημίφως…
Γύρισε προς την κοπέλα που της άνοιξε την πόρτα…
Δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από 25 ετών και καλοβαλμένη…
Τουλάχιστον, είχε γούστο ο άντρας της…
‘Τι θέλετε;’ την ρώτησε η κοπέλα, περνώντας αμέσως στην επίθεση…
‘Αυτό, μάλλον εγώ πρέπει να το ρωτήσω. Τι θέλεις από τον άντρα μου;’…
‘Τίποτε παραπάνω από αυτό που μου δίνει. Παρέα, συντροφιά και μία μικρή αίσθηση οικογένειας. Δεν ζητάω κάτι παραπάνω.’…
‘Αυτό το πράγμα το ξέρει αυτός;’…
‘Ναι. Το έχουμε συζητήσει.’…
‘Μάλλον με δουλεύεις.’…
‘Γιατί το λέτε αυτό;’…
‘Γιατί είναι έτοιμος να μου ζητήσει διαζύγιο. Για τα μάτια σου. Το εκμυστηρεύτηκε στον καλύτερό του φίλο.’…
‘Μα, εγώ δεν είμαι για τέτοια. Περνάμε καλά έτσι όπως είμαστε και αυτό είναι όλο.’…
‘Αυτός άλλα πιστεύει.’…
‘Δεν πάμε καλά.’…
‘Εγώ το ξέρω. Αυτός δεν το ξέρει.’…
‘Και τι θέλετε λοιπόν;’…
‘Το αυτονόητο. Να τον αφήσεις. Θα του στοιχίσει λιγότερο από ότι να αφήσει αυτός εμένα.’…
‘Δεν ξέρω. Πρέπει να το σκεφτώ. Νοιώθω άσχημα γι’ αυτό που συμβαίνει, αλλά τον συμπονάω και ‘γω. Είμαστε μαζί ένα χρόνο τώρα.’…
‘Το ξέρω.’…
‘Θα το σκεφτώ.’…
‘Δεν έχεις να σκεφτείς τίποτε. Ή τώρα ή ποτέ. Λέγε.’…
‘Γιατί με πιέζεται;’…
‘Μάλλον παίζεις μαζί μου. Δεν πιέζω κανέναν. Απαιτώ αυτό που μου ανήκει. Μπορεί να είμαστε μαζί πολλά χρόνια, μπορεί να μην υπάρχει ανάμεσά μας εκείνη η φλόγα, μπορεί το κορμί μου να μην έχει καμία σχέση με το δικό σου, αλλά τον αγαπάω. Γι’ αυτό λοιπόν, λέγε.’…
‘Εντάξει. Κέρδισες. Πονάω. Αλλά κέρδισες.’…
‘Καλύτερα να πονέσεις εσύ τώρα, παρά εγώ για μία ολόκληρη ζωή.’…
‘Και πότε θα του το πω;’…
‘Σήμερα. Θα του στείλεις μνμ. Δεν θα τον ξαναδείς. Και αυτό μπορώ να το ελέγξω.’…
‘Καλά. Ότι πεις. Πάντως, είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος.’…
‘Το ξέρω. Και γι’ αυτό παλεύω να τον κρατήσω κοντά μου.’…
Αυτές ήταν και οι τελευταίες κουβέντες της…
Κατευθύνθηκε προς την πόρτα, την άνοιξε και βγήκε…
Ένοιωθε νικητής και τροπαιούχος…
Πύρρειος νίκη αλλά νίκη…
Ήξερε τι θα αντιμετωπίσει από εδώ και πέρα…
Για λίγο καιρό, ο άντρας της θα ήταν μουτρωμένος και κακόκεφος…
Δεν πειράζει…
Θα του πέρναγε…
Ας ήταν δίπλα της κι ας ήταν και κακόκεφος…
Δεν την ένοιαζε…

(‘Red Night II’ by Robert Ford)

Ένα Κυριακάτικο πρωινό...

Κυριακή, Νοεμβρίου 12, 2006


Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το χώρο γύρω…
Ίδιος και απαράλλαχτος…
Δικός της μεν, ίδιος και απαράλλαχτος δε…
Πόσο καιρό είχε να ξυπνήσει σε ένα άλλο χώρο, εκτός του δικού της…
Κοίταξε δίπλα της στην άδεια θέση στο διπλό κρεβάτι της…
Παρέμενε άδεια…
Είχε καιρό αυτή η θέση να δεχτεί καταληψία…
Είχε καιρό να ξυπνήσει με το πρόσωπο κάποιου άλλου πλάι της…
Να μυρίσει την μυρωδιά ενός άλλου κορμιού δίπλα της…
Να κρατήσει την μυρωδιά ενός άντρα μέσα της, ένα ολόκληρο βράδυ…
Η κολλητή της, της είχε πάρει τ’ αυτιά…
Να βρει άντρα, να κάνει σχέση…
‘Τέτοια κουκλάρα, δεν έπρεπε να μένει μόνη’ της έλεγε…
Πόσο μάταια τα άκουγε όλα αυτά…
Πόσο μάταιες όλες αυτές οι παραινέσεις…
Και να ήταν μόνο η κολλητή της που την έπρηζε;;;
Κάτι η μάνα της, κάτι ο πατέρας της, κάτι ο αδερφός της…
Όλοι…
Και κανένας δεν την καταλάβαινε…
Κανένας δεν έμπαινε στη διαδικασία να την καταλάβει…
Αυτή δεν ήθελε;;;
Απλά, δεν μπορούσε αυτή τη χρονική στιγμή…
Δεν είχε ξεπεράσει την προηγούμενη σχέση της…
Δεν είχε ξεπεράσει το δυνατό στραπάτσο που είχε φάει…
Θα μου πεις, είχε περάσει κοντά ένας χρόνος…
Πόσο ακόμα θα μοιρολογάει;;;
Πόσο ακόμα θα κλαίει την χαμένη της ζωή;;;
Πόσο ακόμα θα πονάει για δύο;;;
Για δύο…
Αυτή πάλεψε για δύο…
Έτσι πίστευε…
Όμως ήταν η μόνη από τους δύο…
Ήταν η μόνη που το έκανε…
Αυτός, απλά αποφάσισε…
Όπως πάντα…
Χωρίς να δώσει εξήγηση…
Έτσι πίστευε…
Σηκώθηκε, πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε…
Πήγε στην κουζίνα, έβαλε στον βραστήρα νερό…
Έφτιαξε καφέ και κουλουριάστηκε στην πολυθρόνα να τον πιεί…
Αποφάσισε να τον πιεί, χωρίς να σκεφτεί τίποτα…
Είχε κουραστεί να σκέφτεται…
Εξάλλου, περισσότερες σκέψεις, δεν είχαν νόημα…
Πόσο ακόμη…
Έβλεπε να χάνει την ουσία…
Να χάνει το στόχο της…
Έτσι κι’ αλλιώς, οι απαντήσεις που είχαν να δοθούν, είχαν δοθεί από καιρό…
Αναμασούσε τα δεδομένα…
Έμπαινε σε δαιδαλώδης δρόμους σκέψεων που δεν την οδηγούσαν πουθενά…
Αυτό που έπρεπε να κάνει, ήταν να ενεργοποιήσει τα ‘εγωιστικά αντανακλαστικά’ της…
Αυτά για τα οποία ενοχοποιούταν από εκείνον, τώρα να τα κάνει πράξη…
Βέβαια, αυτό το είχε πει πολλές φορές…
Ποτέ όμως δεν το είχε κάνει…
Πάλι πρόδωσε τον εαυτό της, συνειδητοποίησε…
Σκεφτόταν…
Πάλι την κατάσταση…
Πάλι αυτόν…
Τι να κάνει άραγε;;;
Τέτοια πρωινά, έπινε τον καφέ του διαβάζοντας εφημερίδα…
Θα κάνει το ίδιο και τώρα ή θα είναι κάπου με παρέα;;;
Αντρική ή γυναικεία;;;
Η σκέψη της γυναικείας παρέας την έκανε να νοιώθει άσχημα…
Πολύ άσχημα…
Έψαξε το κινητό της…
Θα του έκανε μία κλήση με απόκρυψη…
Τουλάχιστον θα τον άκουγε…
Και ίσως καταλάβαινε που ήταν…
Κάλεσε το νούμερο του σπιτιού του…
Χτύπησε μία, δύο τρεις, τέσσερις, πέντε φορές…
Χτύπησε πολλές…
Καμία απάντηση…
Έκλεισε…
Ξαναπήρε…
Μήπως ήταν στο μπάνιο και δεν απάντησε…
Πάλι το ίδιο σκηνικό…
Πάλι η ίδια ανακατωσούρα μέσα της…
Πάλι το ίδιο σκίσιμο των σωθικών της…
Έκλεισε το κινητό…
Κουλουριάστηκε περισσότερο στην πολυθρόνα…
Έβαλε τα κλάματα…
Έκλαψε πολύ…
Για την κατάντια της…
Για την απουσία του…
‘Που είσαι αγόρι μου;’ φώναξε και περισσότερα κλάματα εμφανίστηκαν στο πρόσωπο…
Καυτά και πονεμένα…
Όπως κάθε δάκρυ που αυλάκωνε το πρόσωπό της…
Καυτό και πονεμένο…

(‘Femme a Tete De Roses’ by Salvador Dali)